φρόνησις
καὶ ὑπολέλειμμαι ἐγὼ μονώτατος, καὶ ζητοῦσι τὴν ψυχήν μου λαβεῖν αὐτήν → and I, even I only, am left; and they seek my life, to take it away (1 Kings 19:14)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A purpose, intention, S.OT664 (lyr.); φρόνησιν λαβεῖν λῴω ἡμῖν Id.Ph.1078. 2 thought, ἰδία φ., opp. λόγος ξυνός, Heraclit. 2; φ. ἔχειν Emp.110.10, cf. Arist.Metaph. 1009b18. 3 sense, εἴ τις ἄρα τοῖς ἐκεῖ φ. περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων Isoc.14.61. 4 judgment, κατὰ τὴν ἰδίαν φ. οὐδεὶς εὐτυχεῖ Men. Mon.306. 5 arrogance, pride, E.Supp.216; also in good sense, τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν just pride, Id.Fr. 739. II practical wisdom, prudence in government and affairs, Pl. Smp.209a, Arist.EN1140a24, 1141b23, Isoc.12.204,217, Plu.2.97e, etc.; φιλοσοφίας τιμιώτερον ὑπάρχει φ. Epicur.Ep.3p.64U.: opp. ἀμαθία, Pl.Smp.202a; opp. σῶμα, Id.R.461a; opp. ῥώμη, Isoc.1.6; φρόνησιν ἀσκεῖν X.Mem.1.2.10, Isoc.1.40, cf. 15.209: pl., ἡδοναὶ καὶ φρονήσεις Pl.Phlb.63a; ἡλικίαι καὶ φ. Id.Lg.665d; also attributed to sagacious animals, Arist.GA753a12, HA608a15. III Pythag. name for three, Theol.Ar.14.
German (Pape)
[Seite 1308] ἡ, das Denken, der Verstand, die Klugheit, Einsicht; Soph. φρόνησιν εἰ τάνδ' ἔχω O. R. 664; λαβεῖν Phil. 1067; Eur. Suppl. 228; nach Arist. eth. 6, 5,4 ἕξις ἀληθὴς μετὰ λόγου πρακτικὴ περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακά; Plat. vrbdt φρόνησις καὶ ἐπιστήμη καὶ νοῦς, Phil. 13 e; Ggstz ἀμαθία, Conv. 202 c, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
φρόνησις: -εως, ἡ, τὸ διανοεῖσθαι πρᾶξαί τι, πρόθεσις, σκοπός, σκέψις, φρόνησιν εἰ τάνδ’ ἔχω Σοφ. Ο. Τ. 664· χοὖτος τάχ’ ἂν φρόνησιν ἐν τούτῳ λάβοι λῴω τιν’ ἡμῖν, καὶ οὗτος ἴσως ἐν τῷ μεταξὺ ἔλθῃ εἰς καλλιτέραν σκέψιν περὶ ἡμῶν, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1078. 2) αἴσθησις περί τινος, εἴ τις ἄρα τοῖς ἐκεῖ φρ. περὶ τῶν ἐνθάδε γιγνομένων Ἰσοκρ 308Β. 3) ἀλαζονεία, ὑπερηφανία, Εὐρ. Ἱκέτ. 162· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ καλῇς σημασίας, τὸ φῦναι πατρὸς εὐγενοῦς ἄπο ὅσην ἔχει φρόνησιν, δίκαιον φρόνημα, δικαίαν ὑπερηφανίαν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 739. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, σύνεσις, «φρονιμάδα», αὕτη δὲ εἶναι ἡ ἀρετὴ ἡ ἀναγκαία ἐν τῇ κυβερνήσει τῶν ἀνθρώπων και τῇ διοικήσει τῶν πραγμάτων, φρόνησίν τε καὶ ἄλλην ἀρετὴν Πλάτ. Συμπ. 209Α· λείπεται ἄρα αὐτὴν (δηλ. τὴν φρόνησιν) εἶναι ἕξιν ἀληθῆ μετὰ λόγου πρακτικὴν περὶ τὰ ἀνθρώπῳ ἀγαθὰ καὶ κακὰ Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 6. 5 καὶ 8 κἑξ., Ἰσοκρ. 275D, 278Β, Πλούτ. 2. 97Ε, κλπ.· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀμαθία Πλάτ. Συμπ. 202Α· πρὸς τὸ σῶμα, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 461Α· πρὸς τὸ ῥώμη, Ἰσοκρ. 3C, τὴν φρόν. ἀσκεῖν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 10, Ἰσοκρ., κλπ.· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Φίληβ. 63Α, Νόμ. 665D. 2) ἀποδίδοται καὶ εἰς τὰ εὐφυΐαν τινὰ δεικνύοντα ζῷα, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 2, 15, πρβλ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 1, καὶ ἴδε φρόνιμος ΙΙ. 3. ― Ἐν τοῖς Ὅροις τοῦ Πλάτ. 411D ἡ φρόνησις ὁρίζεται: «δύναμις ποιητικὴ καθ’ αὐτὴν τῆς ἀνθρωπίνης εὐδαιμονίας, ἐπιστήμη ἀγαθῶν καὶ κακῶν· ἐπιστήμη ποιητικὴ εὐδαιμονίας· διάθεσις, καθ’ ἣν κρίνομεν, τί πρακτέον καὶ τί οὐ πρακτέον».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
I. en gén. action de penser, d’où
1 pensée, dessein;
2 perception par l’intelligence, sentiment, intelligence d’une chose;
II. 1 intelligence raisonnable, raison, sagesse ; sagacité;
2 intelligence ou sagesse divine.
Étymologie: φρονέω.
English (Strong)
from φρονέω; mental action or activity, i.e. intellectual or moral insight: prudence, wisdom.