σοφόνοος
From LSJ
Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr
English (LSJ)
ον, contr. σοφόνους, ουν,
A wise-minded, Luc.Rh.Pr.17.
German (Pape)
[Seite 915] zsgzgn σοφόνους, weises Sinnes, Luc. rhet. praec. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σοφόνοος: -ον, συνῃρ. -νους, ουν, ὁ ἔχων σοφὸν νοῦν, ἐχέφρων, νουνεχής, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 17.
French (Bailly abrégé)
οος, οον;
d’un esprit sage.
Étymologie: σοφός, νόος.
Greek Monotonic
σοφόνοος: -ον, συνηρ. -νους, -ουν, ευφυής, εχέφρων, συνετός, μυαλωμένος, οξύνους, σε Λουκ.