συσκεδάννυμι

Revision as of 12:50, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

   A scatter to the winds, Ar.Ra.903 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1042] (s. σκεδάννυμι), mit Andern zugleich zerstreuen, zerstreuen helfen; ganz zerstreuen, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν, Ar. Ran. 902.

Greek (Liddell-Scott)

συσκεδάννῡμι: μέλλ. -σκεδῶ, διασκορπίζω ὁμοῦ, συσκεδᾶν πολλὰς ἀλινδήθρας ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 903.

French (Bailly abrégé)

dissiper entièrement.
Étymologie: σύν, σκεδάννυμι.

Greek Monolingual

Α
σκορπίζω μαζί με άλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + σκεδάννυμι «διασκορπίζω»].