κλίνω

From LSJ
Revision as of 10:50, 7 January 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλίνω Medium diacritics: κλίνω Low diacritics: κλίνω Capitals: ΚΛΙΝΩ
Transliteration A: klínō Transliteration B: klinō Transliteration C: klino Beta Code: kli/nw

English (LSJ)

[ῑ], fut.

   A κλῐνῶ Lyc.557, (ἐγκατα-) Ar.Pl.621: aor. 1 ἔκλῑνα Il.5.37, etc.: pf. κέκλῐκα Plb.30.13.2:—Med., aor. ἐκλινάμην Od.17.340, etc.:—Pass., fut. κλῐθήσομαι συγ-) E.Alc.1090, (κατα-) D.S.8 Fr.19: fut. 2 κατα-κλῐνήσομαι Ar.Eq.98, Pl.Smp.222e, also κεκλίσομαι dub. in A.D.Pron.22.7: aor. 1 ἐκλίθην [ῐ] Od.19.470, S.Tr.101 (lyr.), 1226, E.Hipp.211 (anap.), freq. in Prose; poet. also ἐκλίνθην, v. infr. 11.1,2,3: aor. 2 ἐκλίνην [ῐ] only in compds., κατακλῐνῆναι Ar.V.1208, 1211, X.Cyr.5.2.15, etc.; ξυγκατακλῐνείς Ar.Ach.981: pf. κέκλῐμαι (v. infr.); inf. κεκλίσθαι A.D.Synt.325.3, but κεκλίνθαι v.l. ib.47.1. (κλῐ-ν-yω, for. root κλῐ: κλει-, cf. κλειτύς; Skt. śráyati 'cause to lean', 'support', Lat.clinare, clivus.):—cause to lean, make to slope or slant, ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς when he inclines or turns the scale, Il.19.223; Τρῶας δ' ἔκλιναν Δαναοί made them give way, 5.37, cf. Od.9.59; ἐπεί ῥ' ἔκλινε μάχην Il.14.510; ἔκλινε γὰρ κέρας . . ἡμῶν E.Supp.704; also ἐκ πυθμένων ἔκλινε . . κλῇθρα S.OT1262:— Med., Περσῶν κλινάμενοι [δύναμιν] IG12.763.    2 make one thing slope against another, i.e. lean, rest it, τι πρός τι Il.23.171, cf.510; ἅρματα δ' ἔκλιναν πρὸς ἐνώπια 8.435: c.dat., ἔστησαν σάκε' ὤμοισι κλίναντες, i.e. raising their shields so that the upper rim rested on their shoulders, 11.593.    3 turn aside, μηκέτι τοῦδε βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς S.OC193 (lyr.); ὄσσε πάλιν κλίνασα having turned back her eyes, Il.3.427; τὰς ἐκ τῶν ἀριστερῶν [φλέβας] ἐπὶ τὰ δεξιὰ κ. turn to... Pl.Ti.77e.    4 make another recline, ἐν κλίνῃ κλῖναί τινας make them lie down at table, Hdt.9.16; κλῖνόν μ' ἐς εὐνήν E. Or.227; κλίνατ', οὐ σθένω ποσίν Id.Alc.267 (lyr.): metaph., ἡμέρα κλίνει τε κἀνάγει πάλιν ἅπαντα τἀνθρώπεια puts to rest, lays low, S. Aj.131.    5 in Magic, make subservient, ψυχήν PMag.Par.1.1718.    6 Gramm., inflect, τὰ ῥήματα A.D.Synt.212.20:—Pass., Id.Pron.12.7.    II Pass., lean, ἂψ δ' ὁ πάϊς πρὸς κόλπον ἐϋζώνοιο τιθήνης ἐκλίνθη Il.6.467; ὁ δ' ἐκλίνθη, καὶ ἀλεύατο κῆρα μέλαιναν he bent aside, 7.254; of a brasen foot-pan, ἂψ δ' ἑτέρωσ' ἐκλίθη it was tipped over, Od.19.470; of battle, turn, ἐκλίνθη δὲ μάχη Hes.Th.711; of a body in equilibrium, οὐδαμόσε κλιθῆναι Pl.Phd.109a, cf. Archim. Fluit.1.8,al.    2 lean, stay oneself upon or against a thing, c. dat., ἀσπίσι κεκλιμένοι Il.3.135; κίονι, κλισμῷ κεκλιμένη, Od.6.307, 17.97; ἠέρι δ' ἔγχος ἐκέκλιτο καὶ ταχἔ ἵππω Il.5.356 (s.v.l.); ἐν δορὶ κεκλιμένος Archil.2 (also in Med., κλινάμενος σταθμῷ Od.17.340); κεκλιμένοι καλῇσιν ἐπάλξεσιν Il.22.3; πρὸς τοῖχον ἐκλίνθησαν Archil.34; ξύλα ἐς ἄλληλα κεκλιμένα Hdt.4.73; ὅταν τύχωσι (sc. αἱ ἄτομοἰ τῇ περιπλοκῇ κεκλιμέναι when they chance to be propped (i.e. checked) by the interlacing with others, Epicur.Ep.1p.8U.    3 lie down, fall, ἐν νεκύεσσι κλινθήτην Il.10.350, etc.; παραὶ λεχέεσσι κλιθῆναι lie beside her on the bed, Od.18.213, cf. S.Tr.1226: in pf., to be laid, lie, ἔντεα . . παρ' αὐτοῖσι χθονὶ κέκλιτο Il.10.472; φύλλων κεκλιμένων of fallen leaves, Od.11.194 (φύλλα κεκλ. in Thphr.HP3.9.2, slanting leaves); Ληθαίῳ κεκλιμένη πεδίῳ Thgn.1216; Ἀλφεοῦ πόρῳ κλιθείς laid by Alpheus' stream, Pi.O.1.92; ἐπὶ γόνυ κέκλιται has fallen on her knee, i.e.is humbled, A.Pers.931 (lyr.); ὑπτία κλίνομαι S.Ant.1188; τὸ μὲν πρῶτον ἐρρήγνυτο τὸ τεῖχος, ἔπειτα δὲ καὶ ἐκλίνετο X.HG5.2.5; οὐ νούσῳ . . οὐδ' ὑπὸ δυσμενέων δούρατι κεκλίμεθα AP7.493 (Antip. Thess.), cf. 315 (Zenod. or Rhian.), 488 (Mnasalc.), Epic.Oxy.214r.3.    4 recline at meals, κλιθέντες ἐδαίνυντο Hdt.1.211, cf. E.Cyc.543, SIG 1023.48 (Cos, iii/ii B.C.); κλίθητι καὶ πίωμεν cj. in Com.Adesp.1203, cf. E.Fr.691.    5 of Places, lie sloping towards the sea, etc., lie near, ἁλὶ κεκλιμένη Od.13.235; [νῆσοι] αἵ θ' ἁλὶ κεκλίαται (Ep.for κέκλινται) 4.608: hence, of persons, lie on, live on or by, [Ὀρέσβιος] λίμνῃ κεκλιμένος Κηφισίδι Il.5.709; ῥηγμῖνι θαλάσσης κεκλίαται 16.68, cf. 15.740; δισσαῖσιν ἀπείροις κλιθείς S.Tr.101 (lyr.); πλευρὰ πρὸς ἀνατολὰς κεκλιμένη, τὸ εἰς τὰς ἄρκτους κ., Plb.2.14.4, 1.42.5; ὄρος Κοῖον ὃ κέκλιται πρὸς Παρνασσόν SIG826 Eiii 37 (Delph., ii B.C.).    6 metaph., τῷδε μέλει κλιθείς having devoted himself to... Pi.N.4.15 (also in Act., incline towards, τῶν πραγμάτων ἐπὶ Ῥωμαίους κεκλικότων Plb. 30.13.2).    7 wander from the right course, κεκλιμένη ναῦς Thgn. 856.    III Med., decline, wane, καὶ κλίνεται (sc. τὸ ἦμαρ) S.Fr.255.6.    IV intr. in Act., κ. πρὸς τὸ ξανθὸν χρῶμα incline towards... Arist.Phgn.812b3; κλίνοντος ὑπὸ ζόφον ἠελίοιο as the sun was declining, A.R.1.452; ἅμα τῷ κλῖναι τὸ τρίτον μέρος τῆς νυκτός as it came to an end, Plb.3.93.7; ἡ ἡμέρα ἤρξατο κλίνειν Ev.Luc.9.12; ἡ πόλις ἐπὶ τὸ χεῖρον ἔκλινεν X.Mem.3.5.13; τὸ κλῖνον ἀναλήμψεσθαι PFay.20.14 (iii/iv A.D.).    2 of soldiers, κ. ἐπ' ἀσπίδα, ἐπὶ δόρυ, turn to left, to right, Plb.3.115.9, etc.; κ. πρὸς φυγήν Id.1.27.8; also, wheel, Ascl. Tact.10.4.