κοιμισμός
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
English (LSJ)
ὁ, ibid.
Greek (Liddell-Scott)
κοιμισμός: -οῦ, ὁ, ἢ κοίμισις ἢ ἀποκοίμισις, μεταφ. ἡ μεταβολὴ τοῦ τόνου ἀπὸ ὀξέος εἰς βαρύν, Α. Β. 756.