Full diacritics: λαιμότμητος | Medium diacritics: λαιμότμητος | Low diacritics: λαιμότμητος | Capitals: ΛΑΙΜΟΤΜΗΤΟΣ |
Transliteration A: laimótmētos | Transliteration B: laimotmētos | Transliteration C: laimotmitos | Beta Code: laimo/tmhtos |
ον,
A with the throat severed, κάρα E.Ph.455; λ. ἄχη cut-throat woes, Ar.Th.1054.
λαιμότμητος: -ον, ἀποκεχωρισμένος ἐκ τοῦ λαιμοῦ, κεκομμένος, κάρα Εὐρ. Φοίν. 455· λ. ἄχεα, τὸν λαιμὸν συσφίγγοντα, καταπνίγοντα, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1054· πρβλ. λαιμότομος.