μαινομένη

From LSJ
Revision as of 06:45, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (23)

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαινομένη Medium diacritics: μαινομένη Low diacritics: μαινομένη Capitals: ΜΑΙΝΟΜΕΝΗ
Transliteration A: mainoménē Transliteration B: mainomenē Transliteration C: mainomeni Beta Code: mainome/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A = μαίνη, Sch.Luc. Gall.22:—Dim. μαινομένιον, τό, Alex. Trall.Febr.7.

Greek Monolingual

μαινομένη, ἡ (ΑM)
το ψάρι μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη μορφή της λ. μαίνη, κατ' επίδραση πιθ. της μτχ. του ρ. μαίνομαι.