ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
Full diacritics: μαινομένη | Medium diacritics: μαινομένη | Low diacritics: μαινομένη | Capitals: ΜΑΙΝΟΜΕΝΗ |
Transliteration A: mainoménē | Transliteration B: mainomenē | Transliteration C: mainomeni | Beta Code: mainome/nh |
ἡ,
A = μαίνη, Sch.Luc. Gall.22:—Dim. μαινομένιον, τό, Alex. Trall.Febr.7.
μαινομένη, ἡ (ΑM)
το ψάρι μαίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. 'Αλλη μορφή της λ. μαίνη, κατ' επίδραση πιθ. της μτχ. του ρ. μαίνομαι.