Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
Full diacritics: οἰκομᾰχία | Medium diacritics: οἰκομαχία | Low diacritics: οικομαχία | Capitals: ΟΙΚΟΜΑΧΙΑ |
Transliteration A: oikomachía | Transliteration B: oikomachia | Transliteration C: oikomachia | Beta Code: oi)komaxi/a |
ἡ,
A domestic conflict, Heph. Astr.2.34.
οἰκομαχία, ἡ (Α)
οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππο-μαχία, ναυ-μαχία].