Arcesilaus
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
English > Greek (Woodhouse)
Ἀρκεσίλαος, ὁ.
Latin > French (Gaffiot 2016)
Arcĕsĭlāus,¹⁴ ī, m.,
1 nom d’un peintre et d’un sculpteur : Plin. 35, 122 ; 36, 41
2 c. Arcesilas : Sen. Ben. 2, 21, 4 ; Gell. 3, 5, 1.