ἀγακλεής
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ές, voc.
A -κλεές Il.17.716, al.: Ep. gen. ἀγακλῆος Il.16.738, nom. pl. ἀγακληεῖς Man.3.324: shortened acc. sing. ἀγακλέᾰ Pi.P.9.106, I.1.34; dat. ἀγακλέϊ APl.5.377; acc. pl. ἀγακλέᾰς Antim. Eleg.2:—very glorious, famous, in Il. always of men, as 16.738, 23.529; later of places and things, ναός, Δᾶλος, B.15.12, Pi.Pae.4.12; παιάν ib.5.48.—Ep. and Lyr. word (not in Od.), exc. in Adv. ἀγακλεῶς, Hp.Praec.12.
German (Pape)
[Seite 7] ές (ἄγαν κλέος), sehr berühmt, Hom. stets von Menschen, nur in der Il., 16, 738 u. 23, 529 gen. ἀγακλῆος, 17, 716 u. 21, 373 voc. ἀγακλεές; – acc. -έᾰ κούραν Pind. P. s, 166; αἶσαν I. 1, 34; ἀγακλέας ὀργεῶνας Antimach. frg. 36; ἀγακλέϊ νίκῃ Athl. stat. 56 (Plan. 377); Maneth. ἀγακληεῖς, nom. pl.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγακλεής: -ές, κλητ. - κλεές Ὅμηρ.: Ἐπικ. γεν. ἀγακλῆος Ἰλ. ΙΙ. 738, ὀνομ. πληθ. ἀγακληεῖς, Μανέθων 3. 324, (καὶ παρὰ συγγρ. λίαν μεταγ. ὡς ἐν Ἀπολλιναρίῳ ἑν. ὀνομ., ἀγακλήεις): ― βραχὺς τύπος τῆς ἑν. αἰτ. ἀγακλέᾰ, Πίνδ. Π. 9. 187., Ἴσθ. 1. 49. δοτ. ἀγακλέϊ, Ἀνθ. Πλαν. 377: πληθ. ἀγακλέᾰς, Ἀντιμάχ. ἀποσπ. 36, πρβλ. εὐκλεής. Λίαν ἔνδοξος, περίφημος, Λατ. inclytus, ἐν Ἰλ. ἀεὶ περὶ ἀνδρῶν, ὡς ἐν Π. 738., Ψ. 529. ἐν Πινδάρῳ, ἀγακλ. αἶα, κτλ. ― Ἐπικ. καὶ Λυρ. λέξις (μὴ ἀπαντῶσα ἐν Ὀδ.), ἐν πεζῷ λόγῳ μόνον ὡς ἐπίρρ. ἀγακλεῶς, Ἱππ. 28. 13.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très illustre.
Étymologie: ἄγαν, κλέος.
English (Autenrieth)
gen. ἀγακλῆος (κλέος): highly renowned.
English (Slater)
ᾰγακλεής
1 far-famed Ἀνταίου μετὰ καλλίκομον μναστῆρες ἀγακλέα κούραν (P. 9.106) γαρύσομαι τοῦδ' ἀνδρὸς ἐν τιμαῖσιν ἀγακλέα τὰν Ἀσωποδώρου πατρὸς αἶσαν (I. 1.34) ]Δᾶλον ἀγακλέα[ (Pae. 4.12) παιᾶνος ἀγακλέος ὀμφᾷ (Pae. 5.48)