φάανθεν
From LSJ
γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)
English (LSJ)
φαάνθη, ν. φαίνω.
Greek (Liddell-Scott)
φάανθεν: κατ’ Ἐπικ. ἐπέκτασιν γ΄ πληθ. ἀορ. α΄ παθητ. τοῦ φαίνω, Ἰλ. Α. 200.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. ao. Pass. épq. de φαίνω.
English (Autenrieth)
see φαίνω.
Greek Monotonic
φάανθεν: εκτεταμ. αντί φάνθεν, Επικ. αντί ἐφάνθησαν, βʹ πληθ. Παθ. αορ. αʹ αντί φαίνω.