ἐπικέλλω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
aor. 1 ἐπέκελσα, also
A ἐπέκειλα Act.Ap.27.41: fut. part. acc. ἐπῑκέλσοντα Numen. (v. infr.):—bring ships to shore, νῆας ἐπικέλσαι Od.9.148, cf. Act.Ap.l.c. 2. abs., run ashore, Od.9.138; χέρσῳ ἐ. ἐρετμοῖς A.R.3.575: c.acc., γῆν ἐ. Id.2.352; also of the ship itself, ἡ μὲν ἔπειτα ἠπείρῳ ἐπέκελσεν Od.13.114; of a fish, rush into the net, Numen. ap. Ath.7.321b (cj. for ἐπιτέλσωντα).
German (Pape)
[Seite 947] (s. κέλλω), hinantreiben, bes. vom Schiffe, aus Land rudern, appellere navem, πρὶν νῆας ἐπικέλσαι Od. 9, 148; auch vom Schiffe selbst, ἡ μὲν – ἠπείρῳ ἐπέκελσεν 13, 113; mit Auslassung des acc. scheinbar intransitiv, landen, 9, 138; ἐπικέλσετε νήσῳ Ap. Rh. 2, 382; χέρσῳ ἐρετμοῖς 3, 575; γῆν 2, 352.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπικέλσω, ao. ἐπέκελσα;
1 faire aborder : νῆας OD des navires;
2 intr. en appar. (s.e. νῆα) aborder ; ἠπείρῳ OD toucher la terre.
Étymologie: ἐπί, κέλλω.
English (Autenrieth)
aor. ἐπέκελσα: beach a ship, νῆα, Od. 9.138; intr., νηῦς, run in on the beach, Od. 13.114, Od. 9.148 (cf. 149).
Greek Monolingual
ἐπικέλλω (Α)
1. πλησιάζω πλοίο στην ξηρά, το αράζω
2. (αμτβ.) (για πρόσ.) προσεγγίζω στην ξηρά («χέρσῳ ἐπέκελσαν ἐρετμοῑς», Απολλ. Ρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κέλλω «οδηγώ πλοίο στην ξηρά»].