θυμοβόρος
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ον, (βιβρώσκω, βορά)
A eating the heart, θυμοβόρῳ ἔριδι Il.19.58, al.; λύα Alc.Supp.23.10; Κῆρες A.R.4.1666; τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης cj. for θυμοφθόρον in A.Ag.103 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1223] herznagend; ἔρις Il. 19, 58 u. öfter; τὴν θυμοβόρον φρένα λύπην Aesch. Ag. 111; ζήλου κέντρον Ant. Th. 43 (IX, 77); Κῆρες Ap. Rh. 4, 1666.
Greek (Liddell-Scott)
θῡμοβόρος: -ον, (βιβρώσκω, βορὰ) καταβιβρώσκων τὴν καρδίαν, θυμοβόρῳ ἔριδι Ἰλ. Τ. 58, κ. ἀλλ.: - περὶ τοῦ ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 103 χωρίου, τῆς θυμοβόρου φρένα λύπης, ἴδε ἐν λ. θυμοφθόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui ronge (propr. qui dévore) le cœur.
Étymologie: θυμός, βιβρώσκω.
English (Autenrieth)
(βιβρώσκω): heartgnawing, ἔρις. (Il.)
Greek Monolingual
-ο (Α θυμοβόρος, -ον)
αυτός που κατατρώει την ψυχή, θυμοφθόρος (α. «ερώτων φροντίς θυμοβόρος», Βιζυην.
β. «θυμοβόρῳ ἔριδι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βόρος (< βορά), πρβλ. αιμο-βόρος, σαρκο-βόρος).