Full diacritics: παύστωρ | Medium diacritics: παύστωρ | Low diacritics: παύστωρ | Capitals: ΠΑΥΣΤΩΡ |
Transliteration A: paústōr | Transliteration B: paustōr | Transliteration C: paystor | Beta Code: pau/stwr |
ορος, ὁ,
-ορος, ὁ, Α
αυτός που σταματάει ή διώχνει κάτι, που ανακουφίζει από κάτι, ο παυστήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του παυστήρ.