παράκειμαι

From LSJ
Revision as of 12:37, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (slb)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράκειμαι Medium diacritics: παράκειμαι Low diacritics: παράκειμαι Capitals: ΠΑΡΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: parákeimai Transliteration B: parakeimai Transliteration C: parakeimai Beta Code: para/keimai

English (LSJ)

poet. πάρκειμαι Pi. (v. infr.): Ep. impf.

   A παρεκέσκετο Od.14.521:—used as Pass. to παρατίθημι, lie beside or before, ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Il.24.476; ὀϊστόν, ὅ οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Od.21.416, cf. Pherecr. 108.17, Telecl.1.7, etc.; ἡ παρακειμένη τροφή Arist.HA599a25: generally, to be at hand, available, οἷα τέκτοσιν ἡμῖν ὕλη παράκειται Pl.Ti.69a; to be adjacent, c. dat., PTeb.74.56 (ii B. C.): metaph., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν the choice is before you, to fight or flee, Od.22.65; ἔρδειν . . ἀμηχανίη παράκειται Thgn.685; ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς lie side by side, Pl. Phlb.41d: freq. in part., Ἀΐδᾳ παρακείμενος lying at death's door, S. Ph.861 (lyr.); παρκείμενον τέρας the present marvel, Pi.O.13.73; τὸ παρκείμενον the present, Id.N.3.75; ἱκανὰ τὰ κακὰ καὶ τὰ παρακείμενα Ar.Lys.1048; τὰ π. ὕδατα PTeb.61(b).132 (ii B. C.); τὰ π., also, dishes on table, Amphis 30.6; κλίνην . . παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Diod. Com.2.10; ἡ π. πύλη the nearest gate, Plb.7.16.5; ἐν μνήμῃ παρακείμενα things present in memory, Pl.Phlb.19d; under discussion, λόγος Phld.Sign.16; obvious, Id.Rh.1.3,6 S.; to be closely connected with, παράκεινται τῇ μαθηματικῇ θεωρίᾳ ἥ τε θεολογικὴ ἐπιστήμη καὶ ἡ φυσική lamb.Comm.Math.28.    b in legal phrases, to be attached or appended, of documents, BGU889.15 (ii A. D.); to be noted, scheduled, PTeb.27.7 (ii B. C.); to be preserved in a register or archive, PSI5.454.18 (iv A. D.), etc.    2 press on, urge, c. dat., πυκνότερον ἡμῖν -κείμενοι LXX 3 Ma.7.3, cf. Plb.5.34.7.    3 metaph., lie prostrate, of absolute subjection, π. πρὸ προσώπου σου LXX Ju.3.3.    4 to be permissible, Hp.Dent.15.    II in Gramm., etc.:    1 to be laid down, mentioned in text-books, τὰ σημεῖα οὐ παράκειται Philum. Ven.29; simply, to be cited, ἐκ τῶν Θεοφράστου Sch.Ar.Pl.720.    2 ὁ παρακείμενος (sc. χρόνος) the perfect tense, A.D.Synt.205.15.    3 ἀντίφρασίς ἐστι λέξις . . διὰ τοῦ π. τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, as when the Furies are called Eumenides, Trypho Trop.2.15, cf. Ps.-Plu. Vit.Hom. 25.    4 of words, to be joined by juxtaposition (not composition, cf. παράθεσις 1.2), A.D.Synt.330.26, al.    5 to be interpolated, Gal. 18(1).58.

German (Pape)

[Seite 482] (s. κεῖμαι), daneben, dabei, an der Seite liegen, daneben gesetzt sein, stehen; τράπεζα, Il. 24, 476; ὀϊστόν, ὅς οἱ παρέκειτο, Od. 21, 416; u. in der Iterativform, παρεκέσκετο, 14, 521; übertr., ὑμῖν παράκειται ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, euch liegt die Wahl vor, zu kämpfen oder zu fliehen, 22, 65; παρκείμενον τέρας, Pind. Ol. 13, 103; Ἀΐδᾳ παρακείμενος, Soph. Phil. 849; ἕτοιμον ἀεὶ παρακείμενον ἐκμαγεῖον, Plat. Tim. 72 c; Sp., ἡ παρακειμένη πύλη, das benachbarte, nächste Thor, Pol. 7, 16, 5, öfter; – übertr., ἐν μνήμῃ παρακείμενα, im Gedächtniß bewahrt, Plat. Phil. 19 d; – τὰ παρακείμενα, das Vorgesetzte, die aufgetragenen Speisen, Pol. 3, 57, 8, Ath. IV, 157 a u. A. – Bei den Gramm. ist ὁ παρακείμενος, sc. χρόνος, tempus perfectum; τὰ παρακείμενα durch παράθεσις, nicht σύνθεσις verbundene Wörter, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

παράκειμαι: ποιητ. πάρκειμαι· Ἐπικ. παρατατ. παρεκέσκετο Ὀδ. Ξ. 521· - ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ παρατίθημι, κεῖμαι πλησίον ἢ ἐνώπιόν τινος, ἔτι καὶ παρέκειτο τράπεζα Ἰλ. Ω. 476· ὀϊστόν, ὃς οἱ παρέκειτο τραπέζῃ Ὀδ. Φ. 416 οὕτω παρ’ Ἀττ., Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 17, παράκειντ’ ἐπὶ ταῖσι τραπέζαις Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφικτύοσι» 1. 7, Πλάτ., κλ.· - μεταφορ., ὑμῖν παράκειται ἐναντίον ἠὲ μάχεσθαι ἢ φεύγειν, κεῖται πρὸ ὑμῶν νὰ ἐκλέξητε ἢ τὴν μάχην ἢ τὴν φυγήν, «πρόκειται εἰς αἵρεσιν» (Σχόλ.), Ὀδ. Χ. 65· ἔρδειν ... ἀμηχανίη παράκειται Θέογν. 685· ἅμα παρακεῖσθαι λύπας τε καὶ ἡδονάς, πλησίον ἀλλήλων, Πλάτ. Φίληβ. 41· - συχν. κατὰ μετοχ., ᾍδᾳ παρακείμενος, κείμενος πλησίον τοῦ ᾍδου, παρὰ τὴν θύραν τοῦ θανάτου, (ἄμεινον: Ἀΐδα πάρα κείμενος, πρβλ. Ο.Τ. 972), Σοφ. Φ. 861· παρκείμενον τέρας, τὸ παρὸν θαῦμα, Πινδ. Ο. 13, 103· τὸ παρκείμενον, τὸ παρόν, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 3. 131· οὕτω τὰ παρακείμενα Ἀριστοφ. Λυσ. 1048· ἀλλὰ τὰ παρακείμενα, τὰ κείμενα πλησίον, τὰ ἐπὶ τῆς τραπέζης ἰχθυοπώλου, λαβών τι τῶν παρακειμένων Ἄμφις ἐν «Πλάνῳ» 1. 6· κλίνην ... παρακειμένην τε τὴν τράπεζαν Διόδωρ. Κωμ. ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1· 10· ἡ π. πύλη, ἡ ἐκεῖ πλησίον, Πολύβ. 7. 16, 5· ἐν μνήμῃ παρακείμενα, πράγματα παρόντα ἐν τῇ μνήμῃ, Πλάτ. Φίληβ. 19D. 2) ὡς τὸ ἐπίκειμαι, βιάζω, ἐξαναγκάζω, μετὰ δοτ., Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. Ζ΄, 3). 3) μεταφορ., κεῖμαι πλησίον τινὸς πρηνής, ἐπὶ τελείας ὑποταγῆς, παράκεινται προσώπου σου Ἑβδ. (Ἰουδὶθ Γ΄, 3). ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμματ.: 1) παράκειται = μνημονεύεται, «παράκειται ἐκ τοῦ Θεοφράστου» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 720. 2) ὁ παρακείμενος (ἐξυπακ. χρόνος), tempus perfectum, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 205. 3) ἀντί-φρασίς ἐστι λέξις διὰ τοῦ ἐναντίου ἢ παρακειμένου τὸ ἐναντίον παριστῶσα, ex adjecto, ὡς ὅταν κατ’ εὐφημισμὸν τὴν χολὴν ἡδεῖαν λέγωμεν καὶ τὰς Ἐρινῦς Εὐμενίδας Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 755, πρβλ. 786. 4) ἐπὶ λέξεων ἡνωμένων διὰ παραθέσεως καὶ οὐχὶ συνθέσεως, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 311· πρβλ. παράθεσις.

French (Bailly abrégé)

I. être couché auprès de, d’où
1 être placé auprès de, τινι;
2 être placé à portée ou devant ; τὰ παρακείμενα PLUT les mets servis ; ὑμῖν παράκειται avec l’inf. OD il est à votre disposition de, il dépend de vous de;
3 être présent ; t. de gramm. ὁ παρακείμενος (χρόνος) le parfait;
II. se rattacher à, être en relation étroite avec.
Étymologie: παρά, κεῖμαι.

English (Autenrieth)

ipf. παρέκειτο, iter. παρεκέσκετο: lie by or near, be placed or stand by or before, Od. 21.416, Od. 14.521; met., ὑμῖν παράκειται, ‘ye have the choice,’ Od. 22.65.

English (Slater)

παράκειμαι
   1 lie beside παρκείμενον δὲ συλλαβὼν τέρας (O. 13.73) met., ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον (ὡς δεῖ περὶ τοῦ παρόντος φροντίζειν Σ.) (N. 3.75)

English (Slater)

παράκειμαι
   1 lie beside παρκείμενον δὲ συλλαβὼν τέρας (O. 13.73) met., ἐλᾷ δὲ καὶ τέσσαρας ἀρετὰς ὁ θνατὸς αἰών, φρονεῖν δ' ἐνέπει τὸ παρκείμενον (ὡς δεῖ περὶ τοῦ παρόντος φροντίζειν Σ.) (N. 3.75)