ποτίκολλος
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ον, Dor. for πρόσκ-, Pi.Fr.241.
Greek (Liddell-Scott)
ποτίκολλος: -ον, Δωρ. ἀντὶ πρόσκ-, Πινδ. Ἀποσπ. 280.
English (Slater)
ποτίκολλος
1 stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.
English (Slater)
ποτίκολλος
1 stuck to ποτίκολλον ἅτε ξύλον παρὰ ξύλῳ fr. 241.