μή

From LSJ
Revision as of 13:07, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "{{Slater\n(.*?)\n}}" to "")

ἄμμες δὲ γ' ἐσσόμεσθα πολλῷ κάρρονες → and we shall be better by far | we shall be sometime mightier men by far than both | sometime we shall become much better than you | so we shall be, and braver far

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μή Medium diacritics: μή Low diacritics: μη Capitals: ΜΗ
Transliteration A: mḗ Transliteration B: Transliteration C: mi Beta Code: mh/

English (LSJ)

Elean μά [ᾱ] SIG9.5 (Olympia, vi B.C.). (Cf. Skt.

   A mā´, Arm. mi [from I.-E. mē´], negative used in prohibitions):—not, the negative of the will and thought, as οὐ of fact and statement; μή rejects, οὐ denies; μή is relative, οὐ absolute; μή subjective, οὐ objective. (A few examples of μηδέ and μηδείς have been included.)    A in INDEPENDENT sentences, used in expressions of will or wish, command, entreaty, warning,    1 with pres. imper., 2 pers., μή μ' ἐρέθιζε Il.1.32, al.; 3 pers., μή μευ πειράτω 9.345, etc.: rarely with aor. imper., μὴ . . ἔνθεο τιμῇ 4.410, cf. Od.24.248; in Att., μὴ ψεῦσον, ὦ Ζεῦ, τῆς . . ἐλπίδος Ar.Th.870; 3 pers., μή τις ἀκουσάτω Od.16.301, cf. Pi.O.8.55, P.5.23, A.Th.1041, S.Aj.1180; μηδεὶς νομισάτω, προσδοκησάτω X.Cyr.7.5.73, Pl.Ap.17c: with pf. imper. 3 pers., μή τις ὀπίσσω τετράφθω Il.12.272; or 2 pers. when pf. = pres., μὴ κεκράγετε Ar. V.415.    2 with subj. (usu. 2 pers. of aor.), in prohibitions, μὴ δή με . . ἐάσῃς Il.5.684, cf. A.Pr.583 (lyr.), al.; μή τοί με κρύψῃς τοῦτο ib.625, cf. S.Ph.470; μὴ φθονήσῃς Pl.Prt.320c: coupled with pres. imper., μὴ βοηθήσητε τῷ πεπονθότι δεινά, μὴ εὐορκεῖτε D.21.211; 3 pers., μὴ . . γένηται Il.4.37, cf. Od.22.213; μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι Pi.O.5.24: rarely, if ever, with 2 pers. pres. subj., μὴ κάμνῃς E.IA 1143 (leg. κάμῃς); 3 pers., μή τις οἴηται, = μὴ οἰώμεθα, Pl.Lg.861e: also with the hortative subj. used to supply the 1 pers. of the imper., pres. μὴ ἴομεν ( ἴωμεν) Il.12.216, etc.; μὴ διώκωμεν Hdt.8.109, etc.: aor. μὴ πάθωμεν X.Cyr.1.5.11, etc.: rarely with 1sg., μή σε . . κιχείω Il.1.26, cf. 21.475, 22.123, S.OC174 (anap.).    b with pres. or aor. subj. in a warning or statement of fear, μὴ . . γένησθε take care you do not become, Il.5.487; μὴ . . ὑφαίνῃσιν I fear . . may prove to be weaving, Od.5.356; αἷμα μὴ σοῖς ἐξομόρξωμαι πέπλοις E.HF1399: in Att. Prose, to make a polite suggestion of apprehension or hesitation, perhaps, μὴ ἀγροικότερον ᾖ τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν Pl.Grg.462e, cf. Tht. 188d, Arist.Pol.1291a8, al.: in later Greek the ind. is found, μὴ ἡ ἔννοια ἡμῶν . . ἀντιλαμβάνεται Dam.Pr.27.    3 with fut. ind., a dub. usage (νεμεσήσετ' is subj. in Il.15.115), μηδεμίαν ἄδειαν δώσετε Lys.29.13; μὴ βουλήσεσθε (Pap. βούλη[σθ]ε) D.23.117; cf. μαλακὸν ἐνδώσετε μηδέν Ar.Pl.488.    4 with past tenses of ind. to express an unfulfilled wish, μὴ ὄφελες λίσσεσθαι Il.9.698, cf. Od. 11.548; μή ποτ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον S.Ph.969; εἴθε μή ποτ' εἰδόμαν Id.OT1217 (lyr.), cf. E.IA70, Cyc.186, X.Cyr.4.6.3.    5 with opt. to express a negative wish, with pres., ἃ μὴ κραίνοι τύχη A.Th.426, cf. Eu.938 (lyr.): more freq. with aor., μὴ σέ γ' ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων ποιήσειεν Od.1.386, cf. 403, 11.613.    6 in oaths and asseverations, ἴστω Ζεὺς... μὴ μὲν τοῖς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Il.10.330; ἴστω νῦν τόδε Γαῖα... μὴ . . Ποσειδάων . . πημαίνει Τρῶας 15.41; μὰ τὴν Ἀφροδίτην... μὴ ἐγώ σ' ἀφήσω Ar.Ec.1000, cf. Av.195, Lys.917.    7 c. inf., when used as imper., μὴ δή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἵππους Il.17.501; μὴ πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι 2.413; οἷς μὴ πελάζειν A.Pr.712.    8 freq. without a Verb, εἰ χρή, θανοῦμαι. Answ. μὴ σύ γε (sc. θάνῃς) S.OC1441; ἄπελθε νῦν. Answ. μὴ (sc. γενέσθω) ἀλλά nay but, Ar.Ach.458; in curt expressions, μὴ τριβὰς ἔτι (sc. ποιεῖσθε) S.Ant.577; μή μοι σύ none of that to me! E.Med.964; μή μοι πρόφασιν no excuses! Ar.Ach.345; μή μοί γε μύθους Id.V.1179.    B in DEPENDENT clauses:    1 with Final Conjs., ἵνα μή Il.19.348, etc.; ὅπως μή D.27.5,al.; ὡς μή Il.8.37, A.Pr.53,al.; ὄφρα μή Il. 1.118,al.: with ὅπως ἄν and ὡς ἄν, that so, ὅπως ἂν . . μηδέ Ar.V.178, Pl.Grg.481a; ὡς ἂν μή Od.4.749, Hdt.1.5; but    b μή alone, = ἵνα μή, lest, ἀπόστιχε μή τινοήσῃ Ἥρη Il.1.522, cf. 587; λίσσεσθαι... μή οἱ . . χολώσαιτο φρένα κούρη Od.6.147: fut. ind. and aor. subj. in consecutive clauses, Ar.Ec.495 (lyr., dub.l.).    2 in the protasis of conditional sentences, v. εἰ (for the exceptions v. οὐ), and with temporal conjunctions used conditionally, v. ἐπειδάν, ὅταν, ὅτε, etc.    b ὅτι μή except, ὅτι μὴ Χῖοι μοῦνοι Hdt.1.18, cf. Th.4.26; ὅτι μὴ πᾶσα ἀνάγκη Pl.Phd.67a; ὅσον μή ib.83a; ὅσα μὴ ἀποβαίνοντες provided only that they did not disembark, Th.4.16.    3 in later Gr., with causal Conjs., ὁ μὴ πιστεύων ἤδη κέκριται, ὅτι μὴ πεπίστευκεν Ev.Jo.3.18, cf. Luc.DMort.21.2, D Deor.2.1; ἐπεὶ μή Id.Hist.Conscr.3, etc.: also after ὅτι and ὡς that, ὅτι μὴ ἐστὶν ἐπίπεδος οὕτως ἂν καταμάθοιμεν Cleom.1.8, cf. Luc.Hist.Conscr.29, DDeor.20.10.    4 in relat. clauses, which imply a condition or generality, ὃς δὲ μὴ εἶδέ κω τὴν κανναβίδα whoever... Hdt.4.74; ὃ μὴ κελεύσει (fort. κελεύσαι) Ζεύς such a thing as... A.Eu.618, cf. 661, 899; λέγονθ' ἃ μὴ δεῖ such things as one ought not, S.Ph.583; λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψῃ κλύων Id.Ant.691; ὅπου μὴ ἠθέλησεν Antipho 1.7: freq. with subj., ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν Od.4.165, al.: with ἄν, S.OT281: with opt., ἃ μὴ σαφῶς εἰδείη X.Cyr.1.6.19, etc.: less freq. with opt. and ἄν, Pl.Phlb.20a, Lg.839a; γένοιτο δ' ἂν ἐν ᾗ μή τι ἂν προσδοκήσειεν χώρᾳ ib.872d.    5 c. inf.,    a regularly from Homer on, exc. after Verbs of saying and thinking (but v. infr. c): after ὥστε or ὡς, ὥστε μὴ φρονεῖν A.Pers.725 (troch.), etc. (for exceptions v. οὐ): always when the inf. takes the Art., τὸ μὴ προμαθεῖν Pi.O.8.60; τὸ μὴ ἀμελεῖν μάθε A. Eu.86, cf. 749, Pr.624; λείπομαι ἐν τῷ μὴ δύνασθαι S.OC496.    b by an apparent pleonasm after Verbs of negative result signifying to forbid, deny, and the like, ὁ δ' ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι Il.18.500 (without μή ib.450); ἀντιδικεῖν Lys.6.12 (μηδέν) ; ἀντιλέγειν Th.5.49, Is.4.15 (μηδέ) ; ἀπαγορεύειν Antipho 5.34, And.4.9; ἀπειπεῖν Ar.Av.557, D.33.19, etc.; ἀπαυδᾶν Ar.Eq.1072; ἀπείργειν E.Hel.1559, al. (without μή S.Aj.70); ἀπιστεῖν Th.4.40; ἀπεγνωκέναι Lys.1.34; ἀποστερεῖσθαι Antipho 2.4.1 (μηδέ) ; ἀποτρέπεσθαι Id.5.32 (μηδέν) ; ἀρνεῖσθαι, ἔξαρνος εἶναι, Ar.Eq.572, Hdt.3.67; ἐναντιωθῆναι Pl.Ap.32b; σχεῖν Hdt.1.158; παύειν (where the part. is more freq.) Ar.Ach.634; κωλῦσαι E.Ph.1269; ἐπάρατον ἦν μὴ οἰκεῖν Th.2.17: in these cases the Art. freq. precedes μή, τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι . . ἔσχε τόδε Hdt.5.101; ἐξομῇ τὸ μὴ εἰδέναι; S.Ant.535; εἴργειν τὸ μή . . Th.3.1, etc.; also ἀπέφυγε τὰ σφῷν τὸ μὴ πίτνειν κακῶς S.OC1740 (lyr.): with Art. in gen., ἔχειν τοῦ μή . . X.An.3.5.71; ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μή . . Id.Cyr.2.4.23.    c after Verbs of saying and thinking which involve an action of will, as in those signifying to swear, aver, believe, and the like ; so after ὄμνυμι, Il.9.133, Od.5.179, Hdt.1.165, 2.179, Ar.V.1047, etc.; μαρτυρῶ Lys.7.11, D.45.15, etc.; ὁμολογῶ Pl.Prt.336b, Smp.202b, cf. Phd. 93d, etc.; ἐγγυῶμαι Pi.O.11(10).18, Pl.Prt.336d; πέπεισμαι Id.Ap. 37a, etc.; πιστεύω And.1.2, X.An.1.9.8, etc.: occasionally with other Verbs, φημί Id.Mem.1.2.39, Pl.Tht.155a; λέγω, προλέγω, Th. 5.49, 1.139; πάντες ἐροῦσι μή . . X. Cyr.7.1.18; νομίζω ib.7.5.59, Th.6.102; ἡγοῦμαι Pl.Ap.27d: very freq. in later Gr., Ev.Matt.2.12, Luc. Peregr.44, etc.    6 with the part., when it can be resolved into a conditional clause, μὴ ἐνείκας, = εἰ μὴ ἤνεικε, Hdt.4.64; μὴ θέλων, = εἰ μὴ θέλεις, A.Pr.504; μὴ δολώσαντος θεοῦ, = εἰ μὴ ἐδόλωσε, Id.Ag. 273; μὴ δρῶν, = εἰ μὴ δρῴην, S.OT77, etc.: in a general or characteristic sense, δίδασκέ με ὡς μὴ εἰδότα, = ut qui nihil sciam, Id.OC1155, cf. Ant. 1063, 1064; τίς πρὸς ἀνδρὸς μὴ βλέποντος ἄρκεσις; one who sees not, Id.OC73: in this signf. freq. with the Art., ὁ μὴ λεύσσων Id.Tr. 828 (lyr.); ὁ μὴ δουλεύσας Pl.Lg.762e; τῷ μὴ εἰργασμένῳ Antipho 5.65; τὸν . . μὴ φροντίσαντα Lycurg.27, cf. 45, etc.: with causal significance, μὴ παρὼν θαυμάζεται S.OT289, etc.; ἄθλια πάσχω μὴ . . μόνον βιαζόμενος Antipho 2.2.4; ἑτέρας μηδεμιᾶς ὁμολογουμένης εἶναι Is.5.16; μηδενὸς ἐμποδὼν ὄντος D.3.8: very freq. in later Greek, POxy.38.16 (i A.D.), Luc.DMeretr.12.4, etc.: occasionally after Verbs of knowing and showing, S.Ph.79, OC656,797, 1122, E.Tr.970, Th.1.76, 2.17.    7 with Substs., Adjs., and Advbs. used generically, with or without Art., τὰ μὴ δίκαια A.Eu.432; δίκαια καὶ μὴ δίκαια Id.Ch.78 (lyr.); τὸ μὴ 'νδικον S.OT682 (lyr.); τὸ μὴ καλόν Id.Ant.370 (lyr.); ἡ μὴ 'μπειρία, = τὸ μὴ ἔχειν ἐμπειρίαν, want of experience, Ar.Ec.115; ἡ μὴ ἐπιτροπή Pl.Lg.966c; δῆμον καὶ μὴ δῆμον ib. 759b; ὁ μὴ ἰατρός Id.Grg. 459b; νίκης μὴ κακῆς A.Eu.903, cf. Th.411; τῷ φρονοῦντι μὴ καλῶς Id.Pr.1012, cf. Ag.349,927.    8 after Verbs expressing fear or apprehension (cf. μὴ οὐ):    a when the thing feared is fut., mostly with subj.: with pres. subj., δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ shall proveto be... S.OT747, cf.Ant.1113; ὅρα μὴ κυβεύῃς Pl.Prt.314a: more freq. with aor., δείδοικα . . μή σε παρείπῃ Il. 1.555, cf. 9.244, 13.745: with pf., shall prove to have been, δέδοικα μὴ περαιτέρω πεπραγμέν' ᾖ μοι S. Tr.663, cf. Ph.494, Hdt.3.119,4.140, etc.: less freq. with fut. ind., X.Cyr.2.3.6, Ar.Ec.488, Pl.Phlb.13a: with opt. according to the sequence of moods and tenses: pres. opt., S. Tr.482, X.An.1.10.9: aor., Od.11.634, etc.: pf., X.Cyr.1.3.10: with fut. opt. in oratio obliqua, Id.HG6.4.27, Mem.1.2.7, Pl.Euthphr.15d: with opt. and ἄν, S.Tr.631, X.vect.4.41.    b when the action is pres. or past, the ind. is used, εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθης S.El.584, cf. E.Ion 1523, Ar.Nu.493, Pl.La.196c; ὅρα μὴ παίζων ἔλεγεν Id.Tht. 145b, cf. E.Hel.119; φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἡμαρτήκαμεν Th.3.53, cf. E.Or.209, Pl.Ly.218d; δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν Od. 5.300.    c with ind. and subj. in consecutive clauses, E.Ph.93.    C in QUESTIONS:    I direct questions,    1 with ind., where aneg. answer is anticipated (but more generally in A.Ag.683 (lyr.), S.OC1502, Tr.316, Pl.Grg.488b), in Hom. only ἦ μή . . ; Od.6.200, 9.405; μή σοι δοκοῦμεν . . ; A.Pers.344, cf. Pr.249,959, etc.: in Trag. and Att. freq. ἆρα μή; Id.Th.208, S.El.446, Pl.R.405a: for questions in which μή (μηδέ) follows οὐ, v. οὐ μή.    b in other questions, τί μὴ ποιήσω; what am I not to do? S.El.1276 (lyr.); τί μή; why not? Id.Aj.668 (s.v.l.); cf. μήν    2 with subj., when the speaker deliberates about a neg. action, μὴ οὕτω φῶμεν; Pl.R.335c, cf. 337b, 417b; ὁ τοιοῦτος μὴ δῷ δίκην; D.21.35; πῶς μὴ φῶμεν; Pl.Tht. 161e: with opt. and ἄν, πῶς ἄν τις μὴ θυμῷ λέγοι; how can a man help being excited when he speaks? Id.Lg.887c, cf. Grg.510d, X. Mem.3.1.10.    II indirect questions, freq. with Verbs implying fear and apprehension (cf. B. 8), ὄφρα ἴδωμεν μὴ τοὶ κοιμήσωνται Il.10.98, cf. 101, Od.21.395; περισκοπῶ μή πού τις . . ἐγχρίμπτει S.El.898, cf. Th.2.13, etc.; also σκοπεῖσθαι πῶς ἂν μή . . Isoc.5.8, cf. 15.6; later in simple indirect questions, ἐπυνθάνετο μὴ ἔγνω Ant.Lib.23.5.    2 in questions introduced by εἰ, ἤρετό με . . εἰ μὴ μέμνημαι Aeschin.2.36 (εἰ οὐκ in same sense, 1.84): in the second part of a disjunctive question, εἰ . . ἢ (or εἴτε) μή... εἴτε . . εἴτε μή... A.Eu.468, 612, And.1.7, Pl.Ap.18a, R.457d, X.Cyr.2.1.7; εἴτε . . εἴτε μή... εἰ . . ἢ οὔ, εἰ . . ἢ μή without difference of meaning between μή and οὐ, Is.8.9; so also, τοὺς νόμους καταμανθάνειν εἰ καλῶς κεῖνται ἢ μή, . . τοὺς λόγους, εἰ ὀρθῶς διδάσκουσι τὸ πρᾶγμα ἢ οὔ Antipho 5.14.    D POSITION of μή. When the neg. extends its power over the whole clause, μή prop. precedes the Verb. When its force is limited to single words, it precedes those words. But Poets sts. put μή after the Verb, ὄλοιο μή πω S.Ph.961; φράσῃς . . μὴ πέρα ib.332, cf. OC1522.    2 μή is sts. repeated, μή, μή καλέσῃς Ar.V.1418, cf. S. Aj.190, OC210 (both lyr.).    E PROSODY: in Trag. μή may be joined by synizesis with a following ει or ου, μὴ οὐ, μὴ εἰδέναι, S.OT13,221, Tr.321, etc.: initial ε after μή is cut off by aphaeresis, μὴ 'πὁθουν Id.Aj.962; μὴ 'μβαίνῃς Id.OC400; μὴ 'γώ Id.Ph.910: in Prose, μὴ 'κ IG12.115.11: μή folld. by α is sts. written μἀ . . (v. μὴ ἀλλά, etc.); sts. separately, μὴ ἀδικεῖν A.Eu.85, etc.    F μή in COMPOSITION, or joined with other Particles, as μὴ ἀλλά, μὴ γάρ, μὴ οὐ, μὴ ὅπως or ὅτι, μή ποτε, etc., will be found in alphabetical order.

German (Pape)

[Seite 164] Verneinungspartikel, sowohl adv. nicht, als conj. damit nicht (vgl. ne, mit dem es auch den Gebrauch als Fragepartikel gemein hat), von οὐ, welches nur adv. nicht ist, so unterschieden, daß es nicht objectiv eine Sache, welche selbst wieder ein Gedanke sein kann, verneint od. als nicht vorhanden bezeichnet (s. οὐ, sondern subjectiv die Vorstellung einer Sache negirt, also den Wunsch oder die Annahme, daß sie nicht stattfinden möchte oder nicht stattgefunden habe, die Ansicht, daß sie nicht vorhanden sei, ausdrückt. Zerfällt man die Sätze übh. in Aussage- und Forderungssätze, so kann man einfach sagen: οὐ negirt die Aussage, μή die Forderung. Dieser zugleich für alle Zusammensetzungen mit οὐ u. μή geltende Unterschied wird in den Grammatiken und mehreren Monographien ausführlicher auseinandergesetzt; hier sollen die Haupterscheinungen, in welchen μή sich zeigt, in Beispielen der Klassiker nachgewiesen werden. Zunächst tritt dies subjective Verneinen – 1) als Verbot auf, wofür nur μή, nie οὐ gebraucht wird, und zwar gewöhnlich entweder mit dem imperat. praes. oderdem conj. aor., von Hom. an überall; μὴ ψεύδεο, Il. 4, 404; μή μ' ἔρεθε, μὴ χωσαμένη σε μεθείω, 3, 414, vgl. 6, 330 Od. 16, 168, wofür auch inf. praes. steht, μὴ σύγ' ἄνευθεν ἐμεῖο λιλαίεσθαι πολεμίζειν, Il. 16, 89, vgl. 839; Hes. O. 354. 356; μὴ κρύπτε, Pind. Ol. 7, 92 u. oft; μὴ πόνει μάτην, Aesch. Prom. 44; μὴ λέγε τάδε, Soph. Phil. 898; auch μὴ παρέστατε, der Präsensbdtg wegen, Ai. 1161; τάδε μὴ ποίει, Plat. Prot. 325 d; Folgende überall. Während dieser imperat. praes. mit μή eigentl. das Unterlassen dessen gebietet, was Einer schon thut, also ein Verbot einer fortdauernden Handlung enthält, geht der conj. aor. mehr auf ein Verbot dessen, was Einer thun will, oder drückt das Verbot einer momentanen Handlung aus, wie z. B. Od. 16, 168 Athene zum Odysseus, der sich schon lange vor seinem Sohne verstellt hat, sagt ἤδη νῦν σῷ παιδὶ ἔπος φάο μηδ' ἐπίκευθε, eigtl. höre jetzt auf, dich zu verbergen, 15, 263, aber Theoklymenus den Telemach beschwört, den er eben beim Opfer trifft, εἰπέ μοι εἰρομένῳ νημερτέα μηδ' ἐπικεύσῃς, verhehle mir nicht; so öfter neben einem imper. aor., wie Soph. ἐλέησον, ὦ παῖ, καὶ μὴ παρῇς σαυτοῦ βροτοῖς ὄνειδος, Phil. 955; doch dürfte sich der Unterschied bes. im Verlauf der Sprache nicht überall scharf herausstellen; σὺ δὲ μή τι χολωθῇς, Il. 9, 33; μή τοί με κρύψῃς τοῦτο, Aesch. Prom. 628; μὴ δ' ἐπιλεχθῇς, Ag. 1447; μὴ λίπῃς μ' οὕτω μόνον Soph. Phil. 468, öfter, der auch vrbdt καὶ μὴ βράδυνε μηδ' ἐπιμνησθῇς ἔτι Τροίας, 1386, wie Her. 1, 155, σὺ μέντοι μὴ πάντα θυμῷ χρέω, μηδὲ πόλιν ἀρχαίην ἐξαναστήσῃς, wo das Erstere auf eine dauernde Gemüthsstimmung, das Letztere auf ein einzelnes Factum geht; μὴ φθονήσῃς, Plat. Prot. 320 c; Folgde; auch in Nebensätzen, ὥςτε μὴ λίαν στένε Soph. El. 1175, ὥςτε μὴ θαυμάσῃς Plat. Phaedr. 238 d; vgl. Dem. 21, 211, wo verbunden ist μὴ κατὰ τοὺς νόμους δικάσητε, μὴ βοηθήσητε τῷ πεπονθότι δεινά, μὴ εὐορκεῖτε, richtet nicht nach den Gesetzen in diesem Falle, seid eurem Eide nicht treu, denn das εὐορκεῖν ist die dauernde Eigenschaft des guten Richters, die in jedem einzelnen Falle zur Anwendung kommt. – Selten auch beim indic. fut. in derselben Bedeutung, οὐκοῦν ἅπασι δῆτα γενναίως ἐρεῖς, καὶ μὴ παραλείψεις μηδένα, Ar. Eccl. 1145; vgl. Aesch. μηδὲν τῶνδ' ἐρεῖς κατὰ πτόλιν, Spt. 252. Bei Hom. kann μὴ νῦν μοι νεμεσήσετε, Il. 15, 115, für conj. aor. gelten. – Abweichend steht auch – a) der conj. praes., wofür ein leichter Anfang bei Plat. Gorg. 500 e ist: ἢ σύμφαθι ἢ μὴ συμφῇς, wo Heindorf ἢ μή· σύμφῃς; ändert, aber die aoristische Natur der modi von φημί den Gebrauch erklärt; häufiger bei Sp., vgl. Schäfer ad Gnom. p. 157. – In der dritten Person findet sich diese Vrbdg auch bei den Früheren, wo freilich immer eine Erklärung durch ὅρα und φοβοῦμαι (s. unten) zulässig ist, wie Aesch. ἔρως δὲ μή τις πρότερον ἐμπίπ τῃ στρατῷ, ποθεῖν ἃ μὴ χρή, Ag. 332, doch ergreife nicht Begier das Heer; μὴ τοίνυν τις τὰς βλάβας πάσας ἀδικίας τιθεὶς οὕτως οἴηται, Plat. Conv. 213 e. – b) der imperat. aor., um lebhafter das augenblickliche Befolgen des Verbotes von Etwas, das der Andere thun will, einzuschärfen, ἄλλο δέ τοι ἐρέω, σὺ δὲ μὴ χόλον ἔνθεο θυμῷ, Od. 24, 248, vgl. Il. 4, 410; μὴ ψεῦσον, ὦ Ζεῦ, Ar. Th. 870, was der Schol. als sophoklëisch bezeichnet; Aesch. 1, 161 hat Bekk. aufgenommen μὴ γὰρ ὑπ' ἐμοῦ λεγόμενον, ἀλλὰ γινόμενον τὸ πρᾶγμα νομίσαθ' ὁρᾶν, vulg. νομίσητε. – Häufiger ist auch hier die dritte Person, μή τις ἔπειτ' Ὀδυσῆος ἀκουσάτω ἔνδον ἐόντος, Od. 16, 301; μὴ δοκησάτω τινί, Aesch. Spt. 1027; μηδέ σοι μελησάτω, Prom. 352; μηδ' ἡ βία σε νικησάτω, Soph. Ai. 1313; φύλασσε μηδέ σε κινησάτω τις, 1159; vgl. μηδεὶς προσδοκησάτω Plat. Apol. init.; καὶ μηδείς γε ὑμῶν ἔχων ταῦτα νομισάτω ἀλλότρια ἔχειν, Xen. Cyr. 7, 5, 73; μήτ' ἀπογνώτω μηδέν, μήτε καταγνώτω, Aesch. 3, 60; u. neben dem conj. aor., ὥςτε, ὅπερ λέγω, μήτε ἀποκάμῃς – μήτε δυσχερές σοι γενέσθω, Plat. Crit. 45 b. – Daran reihen sich auch c) die elliptischen Constructionen, wo bei μή ein acc. steht, der von einem ausgelassenen imperat. abhängig zu denken ist, μὴ τριβὰς ἔτι, sc. ἐμβάλλετε, Soph. Ant. 573, wie wir auch kurz sagen: keinen Verzug weiter; ἀλλὰ μή μοι πρόφασιν, Ar. Ach. 326, keine Ausflüchte; auch μὴ δῆτα τοῦτό γε, nur das nicht, Soph. Phil. 752, u. ähnlich μὴ πρὸς θεῶν, Ai. 76; ἀλλὰ μὴ οὕτως, Plat. Prot. 318 b; μή μοι, 331 c; μή μοι μυρίους μηδὲ δισμυρίους ξένους, Dem. 4, 19, wo man λέγε ergänzen kann; vgl. ἄπελθε νῦν μοι, worauf erwidert wird μή· ἀλλά μοι δός, nicht doch! mit nichten! Ar. Ach. 434; Eur. Ion 1225. – 2) Aufforderung Etwas nicht zu thun; – a) bei der ersten Person plur. conj., als hortativus, wo ebenfalls nie οὐ steht, sowohl bei praes., als bei aor. mit ähnlichem Unterschiede, wie der unter 1) bemerkte; μὴ ἴομεν, ep. für ἴωμεν, laßt uns nicht gehen, Il. 12, 216 Od. 24, 462; μή οἱ χρήματ' ἔδωμεν, laßt uns ihm sein Vermögen nicht aufzehren, 16, 389; μὴ δοκῶμεν οὐκ ἀντιτίσειν αὖθις, Soph. Ai. 1064; μήπω ἐκεῖσε ἴωμεν, Plat. Prot. 311 a; μὴ πρὸς θεῶν μαινώμεθα, μηδὲ αἰσχρῶς ἀπολώμεθα, laßt uns nicht rasend handeln, Xen. An. 7, 1, 29. – b) auch die erste Person >sing. u. plur. des conj. als dubitativus hat μή bei sich, πῶς λέγεις; μὴ ἀποκρίνωμαι ὧν προεῖπες μηδέν; soll ich etwa Nichts antworten? worin liegt »du verbietest mir also zu antworten«, Plat. Rep. I, 337 b; πότερον βίαν φῶμεν εἶναι ἢ μὴ φῶμεν; sollen wir sagen oder nicht? Xen. Mem. 1, 2, 45. – So auch elliptisch, ἄρχοντές εἰσιν, ὥςτ' ὑπεικτέον· τί μή; warum nicht? sc. ὑπείκωμεν, Soph. Ai. 653. Vgl. unten 10. – 3) beim optat. zum Ausdruck des verneinenden Wunsches; μὴ τοῦτο φίλον Διῒ πατρὶ γένοιτο, Od. 7, 316, das möge nicht dem Vater Zeus gefallen; μὴ γὰρ ὅγ' ἔλθοι ἀνήρ, 1, 403; μὴ τοῦτο θεὸς τελέσειεν, nicht möge dies ein Gott erfüllen, 20, 344, vgl. Il. 16, 30 Od. 12, 106; ὃ μὴ γένοιτο, was nicht geschehen möge, Aesch. Spt. 5; ἃ μὴ κράνοι τύχη, 408; εἴθε μήποτε γνοίης, Soph. O. R. 1068; μὴ νῦν ὀναίμην, 644; μή γ' ἐκμάθοις ποθοῦσα, Trach. 142; ὃ μή ποτε γέ. νοιτο, Plat. Legg. XI, 918 d; μή πως ἐγὼ ὑπὸ Μελήτου τοσαύτας δίκας φύγοιμι, Apol. 19 c; ὑμῖν δὲ τοιοῦτο μὲν οὐδὲν οὔτ' ἦν, μήτε γένοιτο τοῦ λοιποῦ, es war nicht und möge auch in Zukunft nicht sein, Dem. 19, 149, vgl. 8, 51. 68. Vgl. noch δὸς μὴ Ὀδυσσῆα οἴκαδ' ἱκέσθαι, Od. 9, 530, verleihe, daß er nicht zurückkommt. Soll die Unmöglichkeit der Erfüllung des Wunsches ausgedrückt werden, so steht der indic. des Nichtwirklichen, μὴ ὄφελες λίσσεσθαι, Il. 9, 698; aber auch als Aussage betrachtet, πῶς οὐκ ὄφελον Τρώεσσι – κακὰ ῥάψαι, 18, 367; μή ποτ' ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον, hätte ich doch niemals Skyrus verlassen, Soph. Phil. 957, vgl. Tr. 993; εἴθ' ἐξ ἀγῶνος τήνδε μὴ 'λαβές ποτε, Eur. Alc. 1054, hättest du sie doch nie gewonnen. – 4) Auch bei der Versicherung durch einen Schwur, daß Etwas nicht geschehen werde, liegt in der Seele des Schwörenden der Wunsch, daß es nicht eintrete, u. die Absicht es zu verhindern, daher μή, oft mit μήν oder μέν, mit dem int. aor., ἀλλ' ὄμοσον μὴ μητρὶ φίλῃ τάδε μυθήσασθαι, schwöre mir, daß du es nicht sagen willst, es nicht zu sagen, Od. 2, 373; ὄμνυθι μὴ μὲν ἑκὼν τὸ ἐμὸν δόλῳ ἅρμα πεδῆσαι, Il. 23, 585, vgl. 9, 261 Od. 4, 254; ἐμεῦ δ' ἕλετο μέγαν ὅρκον μὴ πρὶν σοὶ ἐρέειν, Od. 4, 747; Pind. ἀπομνύω μὴ τέρμα προβὰς ὄρσαι, N. 7, 71; c. inf. fut., ἴστω νῦν τόδε Γαῖα – μή τι σοὶ αὐτῷ πῆμα κακὸν βουλευσέμεν ἄλλο, Od. 5, 187; sogar der indic. steht zum Ausdruck der größern Zuversicht, fut., Il. 10, 330, ἴστω νῦν Ζεύς, μὴ μὲν τοῖς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται, Keiner soll und wird den Wagen besteigen; u. praes., ἴστω νῦν τόδε Γαῖα –, μὴ δι' ἐμὴν ἰότητα Ποσειδάων πημαίνει Τρῶας, 15, 41; vgl. Ar. μὰ τὴν Ἀφροδίτην, – μὴ 'γώ σ' ἀφήσω, Eccl. 999; auffallender c. aor., μὰ γῆν –, μὴ 'γὼ νόημα κομψότερον ἤκουσά πω, Av. 195, wo die Betheuerung nur die subjective Ansicht hervorheben u. bekräftigen soll. – 5) Zum Ausdruck einer verneinten Absicht oder Verhütung steht immer μή, also – a) nach den Absichtspartikeln ἵνα, ὅπως, ὄφρα u. ä., Hom. u. Folgde überall, z. B. ὡς μὴ γένωμαι δμωΐς, Aesch. Suppl. 330, ὅπως μὴ πείσεταί τις, Ch. 263. – b) auch allein, damit nicht, mit derselben Construction, welche die Absichtspartikeln haben, also mit dem conj., Hom. u. Folgde; προπέμπετ' ἐς δόμους μὴ καὶ πατρὸς κακοῖσι πρόσθηται κακόν, Aesch. Ag. 921; πρὸς κέντρα μὴ λάκτιζε μὴ πταίσας μογῇς, 1607; auch nach dem imper. aor., ἀπόστιχε, μή σε νοήσῃ Ἥρη, Il. 1, 522, vgl. 587. 4, 37. 16, 545 Od. 15, 278; πέμψον μὴ καὶ λάθῃ με προσπεσών, Soph. Phil. 46, öfter; auch in der Frage, ἦ μὴ μίασμα τῶν φυτευσάντων λάβῃς; etwa damit du nicht befleckt werdest? Soph. O. R. 1012; c. optat. nach einem vorausgehenden Präteritum, δοάσσατο κέρδιον εἶναι, λίσσεσθαι – μή οἱ γοῦνα λαβόντι χολώσαιτο, Od. 6, 145; κλισμὸν θέτο ποικίλον ἔκτοθεν ἄλλων – μὴ ξεῖνος – δείπνῳ ἀδδήσειεν, 1, 133; Folgde. Auch c. indic. fut., ὥςτ' εἰκὸς ἡμᾶς μὴ βραδύνειν ἔστ' ἐπαναμενούσας – μὴ καί τις ἡμᾶς ὄψεται, Ar. Eccl. 495, wo darauf folgt χἡμῶν ἴσως κατείπῃ, s. auch unten 6). – 6) Bei den Verbis des Fürchtens drückt der Grieche zugleich den Wunsch aus, daß das befürchtete Uebel abgewendet werde, und läßt daher darauf gewöhnlich μή folgen, in derselben Construction, wie unter 5, also c. conj., δείδοικα μή σε παρείπῃ, Il. 1, 555, wo wir sagen »ich fürchte, daß er dich überredet«; der Grieche denkt »ich fürchte und wünsche zugleich, daß er dich nicht überrede«; dah. ich fürchte, daß dies nicht geschieht, heißt δέδοικα μὴ οὐ γένηται, eigtl.: ich fürchte und wünsche zugleich, daß das Nichtgeschehen nicht eintreten möge, d. i. ich wünsche, daß es geschieht, wie der Lateiner geradezu vereor ut fiat sagt für vereor, ne non fiat; τοῦτο αἰνῶς δείδοικα, μή οἱ ἀπειλὰς ἐκτελέσωσι θεοί, ich fürchte, daß die Götter ihm die Drohungen vollenden, Il. 9, 244; νῦν δὲ τρέω μὴ τελέσῃ Ἐρινύς, Aesch. Spt. 773; φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ, μὴ πόλις πύθηται, Pers. 117; δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ, Soph. O. R. 747; οὐδὲν δεινὸν μὴ φοβηθῇ, ὅπως μὴ οὐδὲν ἔτι οὐδαμοῦ ᾖ, Plat. Phaed. 845; δέδοικά σ', ὦ πρεσβῦτα, μὴ πληγῶν δέῃ, Ar. Nubb. 493; Eccl. 338; nach einem Präteritum mit dem optat., ἐμὲ δὲ χλωρὸν δέος ᾕρει, μή μοι Γοργείην κεφαλὴν – πέμψειεν, Od. 11, 634; ταρβήσας δ' ἑτέρωσε βάλ' ὄμματα, μὴ θεὸς εἴη, 16, 179, vgl. Il. 14, 261. 21, 329; Tragg. u. in Prosa überall, doch tritt auch in der den Griechen so geläufigen lebhaften Darstellungsweise nach einem Präteritum der conj. ein, anschaulicher in die auf die Gegenwart bezügliche Rede übergehend, φοβηθείς, μὴ λοιδορία γένηται πάλιν, κατεπράϋνον αὐτόν, Plat. Euthyd. 288 b, wo keinesweges mit Heindorf γένοιτο zu ändern, sondern die Sache so dargestellt ist, als wenn der Streit wirklich schon eintrete: ich fürchtete, nun kommt es zu Schmähungen; daher steht auch conj. u. optat. neben einander, δίε ποιμένι λαῶν, μή τι πάθῃ (Bekk. πάθοι), μέγα δέ σφεας ἀποσφήλειε πόνοιο, Il. 5, 567, wo der conj. die als bestimmt angesehene Folge ausdrückt, der optat. die, welche möglicher Weise noch eintreten kann, womit man etwa Her. 1, 196 vergleiche, ἄλλο δέ τι ἐξευρήκασι γενέσθαι, ἵνα μὴ ἀδικοῖεν αὐτὰς μηδ' ἐς ἑτέρην πόλιν ἄγωνται, u. Plat. Phaed. 88 c, ἡμᾶς πάλιν ἐδόκουν ἀναταράξαι καὶ εἰς ἀπιστίαν καταβαλεῖν, μὴ οὐδενὸς ἄξιοι εἶμεν κριταί, ἢ καὶ τὰ πράγματα ἄπιστα ᾖ, nach der Lesart aller mss. – Eben so werden die Verba sichhüten, sich vorsehen construirt, wo auch wir daß nicht sagen, τούτου φυλάσσου μή ποτ' ἀχθεσθῇ κέαρ, Aesch. Prom. 390; Suppl. 493; εὐλάβειαν ἔχων μή τι γένος ἀϊστωθείη, Plat. Prot. 321 a; φύλαττε γάρ με, μή πη παρακρούσωμαί σε, Crat. 393 c; – so nach ὑποπτεύω, Xen. Hell. 6, 2, 31 An. 3, 1, 5; vgl. Thuc. 7, 50. – Es folgt aber auch der indic., – a) futuri, der die sichere Ueberzeugung ausdrückt, daß das gefürchtete Uebel wirklich eintreten wird, φοβοῦμαι δὲ μή τινας ἡδονὰς ἡδοναῖς εὑρήσομεν ἐναντίας, Plat. Phil. 13 a, wie φοβερόν, μὴ σφαλεὶς τῆς ἀληθείας κείσομαι, Rep. V, 451 a, obgleich hier, wie bei Ar. Eccl. 486, περισκοπουμένη μὴ ξυμφορὰ γενήσεται τὸ πρᾶγμα, μή auch durch »ob nicht« übersetzt werden kann. Vgl. noch ὅρα μὴ δεήσει, Xen. Cyr. 4, 1, 18. Beide Constructionen vrbdt Aesch. φρὴν ἀμύσσεται φόβῳ – μὴ πόλις πύθηται – καὶ τὸ πόλισμ' ἀντίδουπον ἔσσεται, Pers. 115 ff. – bl aor., wo auch μή als Fragepartikel gefaßt werden kann, δείδω μὴ δὴ πάντα νημερτέα εἶπεν, Od. 5, 300, ich fürchte, daß sie Alles wahrhaft gesprochen hat, d. i. ich weiß nicht, ob sie nicht wirklich wahr gesprochen hat; vgl. φοβούμεθα, μὴ ἀμφοτέρων ἅμα διημαρτήκαμεν, Thuc. 3, 53; δέδοικα, μὴ λελήθαμεν ὥσπερ οἱ δανειζόμενοι ἐπὶ πολλῷ ἄγοντες, Dem. 19, 96. – Uebh. steht μή gew. beim inf. nach allen Verbis, welche ein Verhindern, Abhalten, Zweifeln, Leugnenn. vgl. ausdrücken, wo uns das μή gew, überflüssig erscheint u. nicht übersetzt wird, der Grieche aber die Absicht, daß Etwas nicht geschehen solle, dadurch bestimmter ausdrückt, Ἀριστόδικος ἔσχε μὴ ποιῆσαι ταῦτα Κυμαίους, er hielt sie ab, dies zu thun, daß sie dies nicht thäten, Her. 1, 158, wie Thuc. ἀπέσχοντο μὴ ἐπὶ τὴν ἑκατέρωνγῆν στρατεῦσαι, 5, 25. Vgl. θνητοὺς ἔπαυσα μὴ προδέρκεσθαι μόρον, Aesch. Prom. 248, ich brachte es dahin, daß die Menschen aufhörten, ihr Geschick vorauszusehen; ὅδε Καδμείων ἤρυξε πόλιν μὴ νατραπῆναι, Spt. 1068; εἶργε μὴ πλέον φέρειν, Ag. 998, wie Eur. νόμων γραφαὶ εἴργουσι χρῆσθαι μὴ κατὰ γνώμην τρόποις, Hec. 867; u. Thuc., τῆς θαλάσσης εἶργον μὴ χρῆσθαι τοὺς Μιτυληναίους, 3, 6; u. Plat., ἃ εἶργε μὴ βλαστάνειν, Phaedr. 251 b; so φείδεσθαι, Rep. IX, 574 b, ἀφιέναι, V, 451 b; ἀπεῖπε μὴ διάγειν, Xen. An. 7, 2, 12, wie Her. ἀπηγόρευε μὴ στρατεύεσθαι, eigtl. er verbot ihnen, daß sie nicht zu Felde ziehen sollten, d. i. er verbot ihnen zu Felde zu ziehen, 8, 116, vgl. 3, 128; ἀπέλεγόν τινες αὐτῷ μὴ ἰέναι πάντας, Xen. An. 2, 5, 29, vgl. Hell. 2, 2, 19; ὁ νομοθέτης ἀπεῖπε τῷ ποιητῷ αὐτῷ ὄντι ποιητὸν υἱὸν μὴ ποιεῖσθαι, Dem. 44, 64; – ἀπηγόρευες ὅπως μὴ τοῦτο ἀποκρινοίμην, Plat. Rep. I, 539 a, du verbotest, dies zu antworten; – ἀπ εκρύπτετο μὴ καθ' ἡδονὴν ποιεῖν, Thuc. 2, 53; ἀποκωλῦσαι τοὺς Ἕλληνας μὴ ἐλθεῖν εἰς τὴν Φρυγίαν, Xen. An. 6, 2, 24; τί μέλλομεν μὴ πράσσειν κακά, Eur. Med. 1243, was zögern wir zu thun, daß wir nicht thun; Ar. ἐμποδὼν ἡμῖν γένηται, τὴν θεὸν μὴ ξελκύσαι, Pax 315; – ὁ μὲν ἀπέγνω μὴ βοηθεῖν, Dem. 15, 9; ἔξαρνος ἦν μὴ ἀποκτεῖναι Σμέρδιν, er leugnete, den Smerdis getödtet zu haben, Her. 3, 66; ήρνοῦντο μὴ αὐτόχειρες γενέσθαι, sie leugneten, Thäter zu sein, Xen. Hell. 7, 3, 7; μὴ λαβεῖν ἐξαρνούμενος, Dem. 27, 16, u. ib. 15, ἠμφεσβήτησε μὴ ἔχειν, ἀπομόσας ἦ μὴν μὴ εἰδέναι, nachdem er abgeschworen, es zu wissen, Plat. Legg. XI, 936 e. – So auch ἀπολύεσθαι τοῦ μὴ κακῶς ἔχειν, Plat. Legg. 637 c; ῥύεσθαι τοῦ μὴ κατακαυθῆναι, Her. 1, 86. – Vgl. hierüber und über das Folgende Buttmann exc. XI zu Dem. Md. – Zu einem solchen inf. tritt auch der Artikel, καὶ πάρος ἀπέφυγε τὰ σφῷν τὸ μὴ πιτνεῖν κακῶς, Soph. O. C. 1737; ὁ ἀσκὸς δύο ἄνδρας ἕξει τοῦ μὴ καταδῦναι, Xen. An. 3, 5, 11; μικρὸν ἐξέφυγε τοῦ μὴ καταπετρωθῆναι, 1, 3, 2. – Aesch. ἵμερος θέλξει τὸ μὴ κτεῖναι σύνευνον, Prom. 867, ἄκος δ' οὐδὲν ἐπήρκεσαν τὸ μὴ πόλιν μὲν ὥςπερ οὖν ἔχει παθεῖν, Ag. 1144, welche Stellen man durch ein ausgelassenes ὥστε zu erklären pflegt, wo aber die verneinende Absicht ausgedrückt ist; χαλᾷς τὸ μή γ' ἕπεσθαι, Eum. 211; ἐξομεῖ τὸ μὴ εἰδέναι, Soph. Ant. 535; u. zum Ausdruck eines bestimmten Verbotes, φασὶν ἐκκεκηρῦχθαι τὸ μὴ τάφῳ καλύψαι, 27. Auch in Prosa, τέως μὲν οἷοί τε ἦσαν κατέχειν τὸ μὴ δακρύειν, Plat. Phaed. 117 d, sie konnten das Weinen zurückhalten, sie konnten an sich halten, daß sie nicht weinten, vgl. Parm. 147 a Phil. 15 a; τὸ μὴ οὐχ ἡδέα εἶναι τὰ ἡδέα λόγος οὐδεὶς ἀμφισβητεῖ, Keiner zweifelt, daß etwa das Angenehme etwas nicht Angenehmes sei, eigtl.: u. meinet, daß das Angenehme nicht etwas nicht Angenehmes sei, Phil. 13 a; vgl. Soph. 219 e; οὐκ ἀπεσχόμην τὸ (v. l. τοῦ) μὴ οὐκ ἐπὶ τοῦτο ἐλθεῖν ἀπ' ἐκείνου, Rep. I, 354 b; Crit. 43 c (vgl. unter 8). – 7) In allen Conditionalsätzen steht μή, also – a) nach εἰ, ἐάν und den mit ἄν zusammengesetzten ἐπειδάν u. ä., wofür sich Beispiele von Hom. an überall finden (vgl. auch oben εἰ μή); λώβη τάδε γ' ἔσσεται – εἰ μή τις Δαναῶν νῦν Ἕκτορος ἀντίος εἶσιν, Il. 7, 97; ἐὰν μή τις τύχῃ ἰατρικὸς ὤν, Plat. Prot. 313 e. – Bezieht sich aber die Negation auf ein einzelnes Wort, das objectiv verneint wird, so tritt auch hier οὐ ein, wobei der Nachdruck auf nichtzu legen ist, εἰ δέ τοι οὐ δώσει ἑὸν ἄγγελον, wenn er ihn dir nicht geben wird, vorenthalten wird, Il. 24, 296; γιγνώσκεις τόδε, ὡς πᾶς τις αὑτὸν τῶν πέλας μᾶλλον φιλεῖ, εἰ τούσδε γ' εὐνῆς οὕνεκ' οὐ στέργει, Eur. Med. 87, wenn er diese nicht liebt, d. h. wenn er lieblos gegen sie ist, wo μισεῖ zu stark erscheinen würde; εἰ μὲν οὖν οὐ πολλοὶ ἦσαν, d. i. wenn es wenige wären, Lys. 13, 62; so bes. bei φημί u. ἐάω, ἐάν τε οὐ φῆτε, ἐάν τε φῆτε, mögt ihr es leugnen oder gestehen, Plat. Apol. 25 c; ἐὰν μὲν οὖν φάσκῃ Φρύνιχον ἀπ οκτεῖναι, καὶ τοῦτον τιμωρεῖσθε· ἐὰν δ' οὐ φάσκῃ, ἔρεσθε αὐτὸν, διότι φησὶν Ἀθηναῖος ποιηθῆναι· ἐὰν δὲ μὴ ἔχῃ ἀποδεῖξαι –, Lys. 13, 76, wo ἐὰν μὴ φάσκῃ nicht gesagt werden könnte, denn verhört muß der Angeklagte antworten, entweder eingestehen oder leugnen; in letzterm Falle aber kann man annehmen, daß er es nicht beweisen kann; εἰ δ' οὐκ ἠθελήσαμεν, wenn wir uns weigerten, Thuc. 3, 55; οὐκ ἄρα ἔτι μαχεῖται, εἰ ἐκ ταύταις οὐ μαχεῖται ταῖς ἡμέραις, wenn er nicht kämpfen, d. i. den Kampf vermeiden wird, Xen. An. 1, 7, 18; u. natürlich da, wo ein solcher Satz mit εἰ nur eine andere Form für einen Aussagesatz ist, so nach θαυμάζω, δεινὸν ἂν εἴη, εἰ οὐ, wo wir geradezu mit daß übersetzen können, Her. 7, 9; Thuc. 1, 121; vgl. noch οὐδὲν ἴσον ἐστίν, εἴ γε ἀφ' ἡμῶν τῶν ἐν μέσῳ οὐδεὶς οὐδέποτε ἄρξεται, Xen. Cyr. 2, 2, 3, denn das erscheint dem Sprechenden als etwas Factisches, da immer von dem Ersten oder dem Letzten angefangen ist. – b) nach Relativisu. Zeitpartikeln, wenn sie eine Annahme oder einen allgemeinen Fall ausdrücken, also nach ὃς ἄν c. conj. u. ähnlichen; εἴ τίς σε διδάξειεν ἃ μὴ τυγχάνεις ἐπιστάμενος, Plat. Prot. 318 b; u. so oft λέγειν ἃ μὴ δεῖ, was man nicht sagen sollte, Soph. Phil. 579. 897 u. sonst; μὴ δρᾶν ἃ μὴ χρῄζεις, O. C. 1177; ἐπεὶ εἶδε κρύψασ' ἑαυτὴν ἔνθα μή τις εἰσίδοι, Trach. 899; οἳ ἂν μὴ εὑρεθῶσιν, Thuc. 2, 34; ἐπεὶ μὴ ἀντανάγοιεν, 8, 38; bes. nach ὅστις, τίς ταῦτ' ἄν, ὅστις μὴ 'ξ ἀλαστόρων νοσοῖ, ἕλοιτο, Soph. Tr. 1235; ἐπνίγετο, ὅστις μὴ ἐτύγχανεν ἐπιστάμενος νεῖν, Xen. An. 5, 7, 25, jeder welcher, oder wenn er nicht schwimmen konnte, ertrank; und nach ὅσος, ὅσοι μὴ εἰς τὴν θάλασσαν κατέφυγον, κατελεύσθησαν, 5, 7, 2; ὅσον μὴ ἀνάγκη μετέχειν αὐτῶν, Plat. Phaed. 64 d 83 a, sofern nicht, außer, vgl. Xen. An. 5, 3, 1; dagegen bei vorausgehendem πάντες, wo ὅσοι einfach erklärend ist, οὐ steht Il. 2, 143. Daher ist auch Plat. Men. 85 c richtig, τῷ οὐκ εἰδότι ἄρα περὶ ὧν ἂν μὴ εἰδῇ ἔνεισιν ἀληθεῖς δόξαι περὶ τούτων ὧν οὐκ οἶδεν, vgl. ib. e, εἰ δὲ μὴ ἐν τῷ νῦν βίῳ λαβὼν οὐκ ᾔδει τοῦτο, δῆλον ὅτι ἐν ἄλλῳ τινὶ χρόνῳ εἶχε. – c) eben so bei Participien, wenn diese für einen Conditionalsatz oder einen allgemeinen Relativsatz stehen, wogegen οὐ steht, wenn sie für einen Zeit- oder Erklärungssatz stehen, eben so wie bei den die Stelle eines indirecten Satzes vertretenden nach den Verbis der Wahrnehmung und des Wissens, wie ᾔδει γὰρ καὶ ἐμὲ οὐκ ἄπειρον ὄντα, Xen. An. 5, 6, 29; Thuc. 1, 102. 6, 64 u. A.; selten tritt hier ein anders begründetes μή ein, ἴσμεν μὴ ἂν ἧττον ὑμᾶς λυπηροὺς γενομένους τοῖς ξυμμάχοις, Thuc. 1, 76; u. καὶ τήνδε δείξω μὴ λέγουσαν ἔνδικα, Eur. Troad. 977. Dagegen tritt regelmäßig μή auch hier ein, wenn das regierende Verbum in einer μή verlangenden Construction steht, ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν, Soph. Trach. 411; οἳ ἂν δῆλοι ὦσι μὴ ἐπιτρέψοντες, Thuc. 1, 71; ὅσοι ξυνῄδεσαν ἑαυτοῖς μὴ ὄντες τοιοῦτοι, Xen. Hell. 2, 3, 12; ἐάν τι τοιοῦτον αἴσθῃ σεαυτὸν μὴ εἰδότα, Cyr. 5, 1, 17. – Aber dem Vorigen entsprechen folgende Beispiele: ἐδόκει καὶ πρότερον πολλὰ ἤδη ἀληθεῦσαι, τὰ ὄντα τε ὡς ὄντα καὶ τὰ μὴ ὄντα ὡς οὐκ ὄντα, Xen. An. 4, 4, 15, was aufgelös't sein würde: ἃ ἂν μὴ ᾖ – ὅτι οὐκ ἔστι, wie es Plat. Charmid. 175 c heißt: ἵνα γένοιτο ὁ σώφρων ἐπιστήμων ὧν τε οἶδεν, ὅτι οἶδεν, καὶ ὧν μὴ οἶδεν, ὅτι οὐκ οἶδε; ἐπηρώτα τὸν θεόν, εἰ ὁσίως ἂν ἔχοι αὐτῷ μὴ δεχομένῳ τὰς σπονδάς, Xen. Hell. 4, 7, 2, falls er nicht annehmen sollte; vgl. Thuc. 1, 38; Πάρις δ' ἔγημε τὴν Διός· γήμας δὲ μή, σιγώμενον τὸ κῆδος εἶχεν ἐν δόμοις, wenn er nicht geheirathet hätte, Eur. Troad. 412; vgl. Dem. 18, 34. Daher bei gen. abs., die gewöhnlich eine einfache Zeitbestimmung ausdrücken, οὐ steht, aber Her. 9, 9 Ἀθηναίων ἡμῖν ἐόντων μὴ ἀρθμίων, μεγάλαι κλισιάδες ἀναπεπτέαται; vgl. Dem. 8, 15. – Vgl. noch εἰς τόδ' ἥξεις μὴ λέγων γε τοὔνδικον, Soph. O. R. 1154, vgl. 77. 1110; κἀμοῦ μὴ παρόντος οἶδ' ὅτι τοὐμὸν φυλάξει σ' ὄνομα, O. C. 672, d. i. ἐὰν μη παρῶ. – d) eben so ist das oft bei Substantivenn. Adjectiven alleinstehende μή zu fassen, δίκαια καὶ μὴ δίκαια, Aesch. Ch. 76, = ἃ ἂν μὴ δίκαια ᾖ, u. in sofern unterschieden von οὐ δίκαια = ἄδικα; εἰς τὸ μὴ τελεσφόρον, Ag. 972; ὅτῳ τὸ μὴ καλὸν ξύνεστι, Soph. Ant. 368, wie das Participium mit dem Artikel, δρᾶν τὰ μὴ προσεικότα, Phil. 891; δῆμον καὶ μὴ δῆμον, Plat. Legg. VI, 759 b; οὔθ' ὡς ἀρχὰς οὔθ' ὡς μή, 768 c; τῶν μὴ ἀκοῶν, Charmid. 167 d; καὶ τόδε δεῖ σκοπεῖν, ὅταν κρίνειν μέλλῃς φιλόσοφόν τε καὶ μή, sc. φιλόσοφον οὖσαν, Rep. VI, 486 a. Vgl. οὐκ οἶδα· δεινὸν δ' ἐστὶν ἡ μὴ ἐμπειρία, wenn man unerfahren ist, Ar. Eccl. 115; ἐς μὲν ἀκρόασιν τὸ μὴ μυθῶδες αὐτῶν ἀτερπέστερον φανεῖται, Thuc. 1, 22; ἔστι τὸ μὲν θεοῖς προσφιλὲς ὅσιον, τὸ δὲ μὴ προσφιλὲς ἀνόσιον, Plat. Euthyph. 6 e; Parmenid. 146 d, wo τὰ μὴ ἓν ὄντα dem ὅσα μὴ ἕν ἐστι entspricht; vgl. noch οἱ πελταστικοὶ ἢ οἱ μή, Prot. 350 a. – 8) Bei dem Infinitiv steht μή (s. oben 6), – a) zum Ausdruck einer Forderung nach κελεύω, δέομαι, βούλομαι, ἐθέλω u. ä., wofür sich Beispiele überall finden. Eben so nach λέγω u. ä., λέγω κατ' ἄνδρα, μὴ θεὸν σέβειν ἐμέ, Aesch. Ag. 899; αὐδῶ σε μὴ περισσὰ κηρύσσειν ἐμοί, Spt. 1034; ἔλεγε μὴ θύειν, er sagte, sie sollten nicht opfern, Xen. An. 2, 7, 4; προλέγουσιν ἅπασι μηδ' ὁτιοῦν ἐκείνω διδόναι, Dem. 8, 27, sie sagen Alle, man sollte Jenem Nichts geben; ein indirecter Aussagesatz aber wird immer mit οὐ construirt, welches natürlich auch immer bei ὅτι steht; Thuc. 2, 5 vrbdt daher λέγοντες, ὅτι οὔτε ὁσίως δράσειαν, – τά τε ἔξω ἔλεγον αὐτοῖς μὴ ἀδικεῖν, sie hätten nicht gottesfürchtig gehandelt und sie sollten nicht unrecht thun; so διανοοῦνται, οὐ τὴν ἐπιστήμην τοῦ ἀνθρώπου ἄρχειν, sie meinen, Plat. Prot. 352 b; aber διενενόητο εἰς τὸ στρατόπεδον μηκέτι ἐλθεῖν, er hatte vor, wollte nicht mehr kommen, Xen. An. 5, 7, 15. – Auch nach den Verbis, die ein Versprechen, Verabreden, Hoffen u. vgl. ausdrücken, steht μή beim inf., weil hier die Negation immer nur subjectiv aufzufassen ist; ἐκόμπασε, μηδ' ἂν τὸ πῦρ νιν εἰργάθειν Διός heißt es vom Kapaneus, Eur. Phoen. 1190, er prahlte, er verhieß drohend, auch Zeus' Blitzstrahl solle ihn nicht abhalten; aber Aesch. Spt. 412 ist von demselben gesagt φησὶν οὐδὲ τὴν Διὸς ἔριν σχεθεῖν, als bestimmte Aussage gefaßt; vgl. Plat. Prot. 319 b; Xen. Mem. 3, 6, 38 Cyr. 2, 4, 23; Thuc. 3, 32. So hat οἴομαι, νομίζω gew. den inf. mit οὐ bei sich, wenn sie aber die Nebenbedeutung von besorgen, argwöhnen haben, auch μή, wie νομίσαντες μὴ ἂν ἔτι ἱκανοὶ γενέσθαι κωλῦσαι τὸν τειχισμόν, Thuc. 6, 102; ἐνόμιζον αὐτὸν τὴν πόλιν μὴ βούλεσθαι μᾶλλον ἢ μὴ δύ νασθαι ἑλεῖν, Xen. Hell. 3, 2, 27. Häufig πιστεύειν mit folgendem μή, Xen. Cyr. 1, 5, 13 An. 1, 9, 8; Andoc. 1, 2. – b) zum Ausdruck der Folgenach ὥς τε, während ὥςτε c. indic. u. optat. mit οὐ verbunden wird, μέγας τις ἦλθε δαίμων, ὥςτε μὴ φρονεῖν καλῶς, Aesch. Pers. 711; Eum. 290; ἄνδρες εἰσὶν ὥςτε μὴ σπάνιν ἔχειν, Soph. Phil. 1460, öfter; in Prosa, ὥςτε μηδὲν δεινὸν πάσχειν, Plat. Prot. 317 d, öfter (vgl. auch μὴ οὐ); ὥςτε πολέμου μὲν μηδὲν ἔτι ἅψασθαι μηδετέρους, Thuc. 5, 14; Xen. u. Folgde. – c) ein mit dem Artikel verbundener, dadurch substantivisch gewordener Infinitiv wird immer durch μή negirt, πάντ' ἐκπορίζει πλὴν τὸ μὴ νοσεῖν ἐμέ, Soph. Phil. 299, ἐν τῷ μὴ δύνασθαι μήθ' ὁρᾶν, O. C. 497; τὸ μὴ μαθεῖν σοι κρεῖσσον ἢ μαθεῖν τόδε, Aesch. Prom. 627, vgl. Eum. 719; ἡ τῶν παίδων ἀρχὴ τὸ μὴ ἐᾶν ἐλευθέρους εἶναι, Plat. Rep. IX, 590 c; so oft auch τοῦ μὴ λύειν ἕνεκα τὰς σπονδάς, Thuc. 1, 45 u. A.; auch ohne ἕνεκα, οἱ οἰνοχόοι ἐγχεάμενοι καταῤῥοφοῦσι, τοῦ δή, εἰ φάρμακα ἐγχέοιεν, μὴ λυσιτελεῖν αὐτοῖς, damit es ihnen nichts nütze, Xen. Cyr. 1, 3, 9; ἐὰν δύναμιν παρασκευάσηται τοῦ μὴ ἀδικεῖσθαι, Plat. Gorg. 509 d; oft bei Dem. u. Sp. – 9) An die Construction der Verba des Fürchtens(s. 6) schließt sich die mit ὅρα μή, siehe wohl zu, hüte dich, daß nicht, mit denselben Modis, wie jene verbunden, aber auch, da das μή hier eine Frage ausdrückt u. durch ob nicht übersetzt werden, die indirecte Frage aber im Griechischen den indicat. haben kann, mit dem indicat. aller Tempora verbunden, so daß man gew. unterscheidet ὅρα μὴ ᾖ, yide ne sit, ὅρα μὴ ἔστι, vide num sit; ὅρα μὴ πῆμα σαυτῇ καὶ μετάγνοιαν τιθῇς, Soph. El. 571; ὅρα κακῶς πράσσοντε μὴ μείζω κακὰ κτησώμεθα, 991; ὅρα καθ' ὕπνον μὴ κατακλιθεὶς παρῇ, Phil. 30, sieh zu, daß er nicht etwa schläft, so viel wie »er wird doch nicht schlafen?« Hierauf führt man diejenigen Verbindungen zurück, wo ohne ein voranstehendes Verbum der Art μή c. conj. praes. steht, μὴ ἀγροικότερον ᾖ τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν, gewöhnlich durch ein zu supplirendes ὅρα erklärt, es dürfte wohl zu grob sein, Plat. Gorg. 462 e; μὴ ἁπλοῦν ᾖ ὅτι, Theaet. 188 d; ἀλλὰ μὴ οὐχ οὗτοι ἡμεῖς ὦμεν, Conv. 194 c, wie ἀλλὰ μὴ οὐχ οὕτως ἔχῃ, es dürfte sich wohl nicht so verhalten, Crat. 436 b. Vergleicht man übrigens die unter 2) aufgeführten Fälle, so sieht man, daß die Ergänzung von ὅρα durchaus nicht nothwendig ist. – Daran reiht sich 10) der Fall, daß μή geradezu dazu dient, den in Form einer negativen Frage ausgedrückten Zweifel, der gewöhnlich auch den Wunsch enthält, daß es nicht so sein möge, zu bezeichnen, u. als ein Fragewort behandelt wird, wobei zu beachten, daß es gewöhnlich die Erwartung einer verneinenden Antwort ausdrückt, während auf eine Frage mit οὐ eine bejahende Antwort erwartet wird. So steht es – a) in directen Fragen; ἦ μή πού τινα δυσμενέων φάσθ' ἔμμεναι ἀνδρῶν, Od. 6, 200, ihr meint doch wohl nicht, das sei einer von den Feinden? ἦ μήτις σευ μῆλα βροτῶν ἀέκοντος ἐλαύνει; ἦ μήτις σ' αὐτὸν κτεινῃ δόλῳ ἠὲ βίηφιν; 9, 405, worauf die Cyklopen Polyphem's Antwort Οὖτίς με κτείνει δόλῳ οὐδὲ βίηφιν erwarten, nur daß sie οὔτις verstehen; ἆρα μὴ διαβάλλεσθαι δόξεις ὑπ' ἐμοῦ, Xen. Mem. 2, 6, 34; vgl. Plat. Crit. 44 d Parm. 163 c; bei den Attikern auch ohne eine andere Fragepartikel, μή πού τι προὔβης τῶνδε καὶ περαιτέρω; Aesch. Prom. 247, vgl. 961 Pers. 336; auch ὁ ναύτης ἆρα μὴ'ς πρῷραν φυγὼν πρύμνηθεν εὗρε μηχανὴν σωτηρίας, Spt. 208; μή τι νεώτερον ἀγγέλλεις; Plat. Prot. 310 b, vgl. 332 c 351 c; μὴ οὖν ἐγὼ ληρῶ, Theaet. 163 a, öfter. – b) in indirecten Fragen; ὄφρ' ἴδωμεν μή τοι κοιμήσωνται, ob sie etwa schlafen, Il. 10, 98; οὐδέ τι ἴδμεν, μή πως μενοινήσωσι, ob nicht etwa, 10, 101; πειρώμενος ἔνθα καὶ ἔνθα, μὴ κέρας ἶπες ἔδοιεν, Od. 21, 394; εἰσόμεσθα, μή τι καὶ κατάσχετον κρυφῇ καλύπτει καρδίᾳ, Soph. Ant. 1238; bes. nach ὁράω, ἀλλ' ὁρῶμεν μὴ Νικίας οἴεταί τι λέγειν, Plat. Lach. 196 o; ἀλλ' ὅρα, μὴ ἐκεῖνον κωλύει, Charmid. 163 a; ὅρα μὴ πολλῶν χειρῶν δεήσει, Xen. Cyr. 4, 1, 18; σκοπεῖτε, μὴ δόκησιν εἴχετ' ἐκ θεῶν, Eur. Hel. 119; ἀλλὰ σκοπεῖν δεῖ, μή τι λέγουσι, Plat. Phaedr. 260 a. – Auch εἰπέτω, μή τι ἄλλο λέγει, er soll sagen, ob er etwa meint, Plat. Phaedr. 273 a; ἐνθυμοῦ, μή τι τότε γίγνεται ἄλλο, Theaet. 196 b; ἐκεῖνο ἐννοῶ, μὴ λίαν ἂν ταχὺ σωφρονισθείην, Xen. An. 6, 1, 28. Daher es auch außer der Frage auf ähnliche Weise gebraucht dem deutschen vielleicht entspricht, ἀλλὰ μὴ τοῦτο οὐ καλῶς ὡμολογήσαμεν, aber wir haben vielleicht nicht recht zugegeben, Plat. Men. 89 c, vgl. Prot. 312 a.

Greek (Liddell-Scott)

μή: (Σανσκρ. mâ), εἶναι ἀρνητικὸν μόριον ἐμφαῖνον βούλησιν καὶ σκέψιν, ἐνῷ τὸ οὐ εἶναι τὸ ἐμφαῖνον γεγονὸς ἢ πραγματικότητα· τὸ μὴ ἀπορρίπτει, τὸ δὲ οὐ ἀρνεῖται· τὸ μὴ εἶναι σχετικόν, τὸ δὲ οὐ ἀπόλυτον· τὸ μὴ εἶναι ὑποκειμενικόν, τὸ δὲ οὐ ἀντικειμενικόν. Αἱ αὐταὶ διαφοραὶ ἰσχύουσι καὶ ἐν πᾶσι τοῖς συνθέτοις τοῦ μὴ καὶ οὐ. Σημειωτέον ὅμως ὅτι ἡ ἄρνησις ἡ συνοδεύουσα ἀπαρέμφ. ἢ μετοχ. δύναται νὰ εἶναι τὸ μή, οὐ μόνον ὅταν ἡ ἀπαρέμφ. ἢ μετοχ. δύνανται νὰ ἀναλυθῶσιν εἰς πρότασιν δεχομένην τὸ μή, ἀλλὰ καὶ ὅπου κατὰ τὴν ἀνάλυσιν θα προσεδοκῶμεν οὐ, ἴδε κατωτ. Α. 5, Β. 4 καὶ 5· παρὰ δὲ τοῖς μεταγενεστ. ἡ χρῆσις τοῦ μὴ ἐπεξετάθη ἔτι περαιτέρω τῆς παρὰ δοκίμοις χρήσεως, ἴδε Cobet. V. LL. σελ. 315, 316. ― Αἱ χρήσεις τοῦ μὴ θὰ ἐξετασθῶσιν ὑπὸ τρία κεφάλαια, ἐν ἀνεξαρτήτοις προτάσεσιν, ἐν ἐξηρτημέναις καὶ ἐν ἐρωτήσεσιν. Α. ΕΝ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΙΣ προτάσεσι, κεῖται ἐπὶ ἐκφράσεων θελήσεως ἢ ἐπιθυμίας, προσταγῆς, προτροπῆς, παραινέσεως, 1) μετὰ προστ. ἐνεστ., ὅτε ἐκφέρει συνεχῆ ἀπαγόρευσιν, ἐν τῷ β΄ προσώπῳ, μή μ’ ἐρέθιζε Ἰλ. Α. 23, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ γ΄ προσ., μή μευ πειράτω Ι. 345, κτλ.· ― σπανιώτερον μετὰ προστακτ. ἀορ., μ. ἔνθεο... τιμῇ Δ. 410, πρβλ. Ὀδ. Ω. 248· ἀλλὰ σπανιώτατα παρὰ τοῖς Ἀττ., ὡς Ἀριστοφ. Θεσμ. 870· γ΄ πρόσ., μή τις ἀκουσάτω Ὀδ. Π. 301, Πινδ. Ο. 8. 55, Π. 5. 23, Αἰσχύλ. Πρ. 712, Θ. 1036, Σοφ. Αἴ. 1181· προστ. πρκμ. γ΄ προσ., μή τις ὀπίσσω τετράφθω Ἰλ. Μ. 172· ἢ β΄ προσ. ὅταν ὁ πρκμ. εἶναι = τῷ ἐνεστ., μή κεκράγατε Ἀριστοφ. Σφ. 415. 2) μεθ’ ὑποτακτ., ὅτε τὸ β΄ πρόσ. τοῦ ἀορ. εἶναι κοινότατον παρ’ Ὁμ., καὶ δηλοῖ ὡρισμένην ἀπαγόρευσιν, ἀποτροπὴν ἢ παραίνεσιν, μὴ δή μ’... ἐάσῃς Ἰλ. Ε. 684, πρβλ. Ζ. 265, Αἰσχύλ. Πρ. 583, κ. ἀλλ.· γ΄ πρόσ., μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι Πινδ. Ο. 5. 24· ― ἡ ὑποτακτ. ἐνεστ. μετὰ τοῦ μὴ εἶναι πλέον ἢ ἀμφίβολος, μὴ κάμνῃς Εὐρ. Ι. Α. 1143 (ἀναγνωστέον κάμῃς)· γ΄ πρόσ., μή τις οἴηται = οἰώμεθα Πλάτ. Νόμ. 861Ε, πρβλ. Ἐπινομ. 989Β· ― ἐνταῦθα δέον νὰ ὑπαγάγωμεν καὶ τὴν προτρεπτικὴν ὑποτακτικὴν (τὰ αὐθυπότακτα), ἧς γίνεται χρῆσις πρὸς ἀναπλήρωσιν τοῦ πρώτου προσ. τῆς προστακτ., ― ἐνεστ., μὴ ἴομεν (= ἴωμεν) Ἰλ. Μ. 216, κτλ.· μὴ διώκωμεν Ἡρόδ. 8. 109, κτλ.· ἀόρ., μὴ πάθωμεν Ξεν. Κύρ. 1. 5, 11, κτλ.· οὕτω καὶ τὸ σπάνιον ποιητ. α΄ ἑνικ., μή σε... κιχείω Ἰλ. Α. 26, πρβλ. Φ. 475., Χ. 123, Σοφ. Ο. Κ. 174· ― ἅπαντα τὰ παραδείγματα ἐν οἷς τὸ μὴ κεῖται μετὰ τῆς ὑποτακτ. δύνανται νὰ παραβληθῶσι πρὸς ἐκεῖνα, ὧν προηγοῦνται λέξεις οἵα τὸ ὅρα, ἴδε κατωτ., Β. 7. 3) μετὰ μέλλ. ὁριστ., ἀμφίβολος σύνταξις· ἐν Ἰλ. Ο. 115, μή νῦν μοι νεμεσήσετ’, ὁ τύπος εἶναι Ἐπικὸς ἀντὶ νεμεσήσητ’· ἐν Λυσ. 182. 33, Δημ. 659. 16, τὰ δώσετε, βουλήσεσθε κεῖνται ἀντὶ προστακτ., πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 488· ἐν Σοφ. Αἴ. 572, μὴ ἐτέθη ἕνεκα τῆς συντάξεως τοῦ ὅπως. 4) μὴ μετ’ εὐκτ. δηλοῖ ἀπευχήν, δηλ. εὐχὴν ὅπως μὴ γείνῃ τι, ἐνίοτε μετ’ ἐνεστ., ἃ μὴ κραίνοι τύχη Αἰσχύλ. Θήβ. 426, πρβλ. Ἀγ. 341, Εὐμ. 938· συχνότερον μετ’ ἀορ., μὴ σέ γ’ ἐν ἀμφιάλῳ Ἰθάκῃ βασιλῆα Κρονίων ποιήσειε Ὀδ. Α. 386, πρβλ. 403· ἐνταῦθα δυνάμεθα νὰ ὑπαγάγωμεν καὶ τὸ Λ. 613, ὅπερ καλῶς ἑρμηνεύει ὁ Merry ἐν τόπῳ· ― ἐν Ὀδ. Δ. 684-5, ἡ ἄρνησις ἀνήκει ἀπολειστικῶς εἰς τὴν μετοχ., ἐνταῦθα ὡσαύτως ἴδε Merry ἐν τόπῳ. β) ἐπὶ εὐχῶν ἀναφερομένων εἰς παρελθόντα καὶ ἑπομένως ἀνεκπληρώτων κεῖται ἡ ὁριστ., μὴ ὄφελες λίσσεσθαι Ἰλ. Ι. 698, πρβλ. Ὀδ. Λ. 548· μή ποτ’ ὤφελον λιπεῖν τὴν Σκῦρον Σοφ. Φ. 969· εἴθε μή ποτ’ εἰδόμαν Ο. Τ. 1217, πρβλ. Εὐρ. Ι. Α. 69, 70, Κύκλ. 186, 187, Ξεν. Κύρ. 4. 6, 3. 5) ἐπὶ εὐχῶν καὶ ὅρκων ἐνίοτε τὸ μὴ τίθεται ἐν ἀνεξαρτήτῳ προτάσει, ὅπου τὸ οὐ θὰ ἦτο ὁμαλώτερον, ἴστω Ζεύς..., μὴ μὲν τοῖς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος Ἰλ. Κ. 330· ἴστω νῦν τόδε γαῖα..., μή... Ποσειδάων... πημαίνει Τρῶας Ο. 41· ― οὕτω παρ’ Ἀττ., μὰ τὴν Ἀφροδίτην..., μὴ ἐγὼ σ’ ἀφήσω Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1000, πρβλ. Ὄρν. 195, Λυσ. 917. 6) μετὰ τῆς ἀπαρ., α) ὅταν αὕτη ἐπέχῃ τόπον προστακτ., μὴ δή μοι ἀπόπροθεν ἰσχέμεν ἵππω Ἰλ. Ρ. 501· μὴ πρὶν ἐπ’ ἠέλιον δῦναι Β. 413. 7) τὸ μὴ συχνάκις εὕρηται ἀντὶ ῥήματος, ὡς ἐπὶ ἐσπευσμένων ἀποκρίσεων, εἰ χρὴ θανοῦμαι. Ἀπόκρισ. μὴ σύ γε (δηλ. θάνῃς), Σοφ. Ο. Κ. 1441· ἄπελθε νῦν. Ἀπόκρ. μὴ ἀλλά (δηλ. γενέσθω) Ἀριστοφ. Ἀχ. 458· οὕτω, μή γε, μή μοί γε, μή μέ γε, μήπω γε συχνάκις παρὰ Τραγ. καὶ Κωμ.· ― οὕτω καὶ ἐν βραχυολογικαῖς φράσεσι, μὴ τριβὰς ἔτι (δηλ. ποιεῖσθε) Σοφ. Ἀντ. 577· μή μοι σύ, μή μοι λέγε σὺ τοιαῦτα, Εὐρ. Μήδ. 964· μή μοι πρόφασιν, «ἔλα, μὴ προφασίζεσαι!» Ἀριστοφ. Ἀχ. 345· μή μοί γε μύθους ὁ αὐτ. ἐν Σφ. 1179· ― οὕτω καὶ μὴ γάρ, κτλ. Β. ΕΝ ΕΞΗΡΤΗΜΕΝΑΙΣ προτάσεσι· 1) μετὰ τῶν τελικῶν συνδέσμων: ἵνα, ὅπως, ὡς, ὄφρα (ποιητ.) (ἴδε ἵνα Β. Ι. 1. β, ὅπως Β), ἵνα μὴ Ἰλ. Τ. 359, κ. ἀλλ.· ὅπως μὴ Δημ. 814. 20, κ. ἀλλ.· ὡς μὴ Ἰλ. Θ. 37, Αἰσχύλ. Πρ. 53, κ. ἀλλ.· ὄφρα μὴ Ἰλ. Α. 118, κ. ἀλλ.· ― οὕτω καὶ μετὰ τοῦ ὅπως ἂν καὶ ὡς ἄν, ἵνα οὕτω..., ὅπως ἂν... μὴ Ἀριστοφ. Σφ. 178, Πλάτ. Γοργ. 481Α· ὡς ἂν... μὴ Ὀδ. Δ. 749, Ἡρόδ. 1. 5· ― ἀλλά, β) τὸ μή, συχνάκις κεῖται καθ’ ἑαυτό, = ἵνα μή, ἀπόστιχε μή τι νοήσῃ Ἥρη Ἰλ. Α. 522, πρβλ. 587· λίσσεσθαι... μή οἱ... χολώσαιτο φρένα κούρη Ὀδ. Ζ. 147: μέλλ. ὁριστ. καὶ ἀόρ. ὑποτ. ἐν συνημμέναις προτάσεσι, μὴ καί τις ἡμᾶς ὄψεται χἠμῶν ἴσως κατείπῃ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 494· ― οὕτω μετὰ τὸ ὅπως μετὰ μέλλ. ὁριστ., ἴδε ὅπως Α. Ι. 1. β. 2) ἐν τῇ προτάσει τῶν ὑποθετικῶν λόγων (περὶ τῶν ἐξαιρέσεων ἴδε τὸ ἀρν. μόρ. οὐ), μετὰ τὸ εἰ (Ἐπικ. αἰ), εἴ κε, (αἴ κε), εἰ ἄν, ἤν, ἐάν, ἄν, καὶ μετὰ χρονικῶν συνδέσμων κειμένων ὑποθετικῶς, ὡς ἐπειδάν, ὅταν, κτλ.· ἴδε εἰ VI. 4. α, β· ― ὅτε μή, συχνάκις ἰσοδύναμον τῷ εἰ μή, ἴδε ἐν λέξ. ὅτε· οὕτω, ὅτι μὴ Ἡρόδ. 1. 18, Θουκ. 4. 26, κτλ.· ὅσον μὴ Πλάτ. Φαίδων 67Α. 3) μετὰ τῶν αἰτιολογικῶν συνδέσμων: ὅτι, διότι, οἵτινες κανονικῶς ἐν τῷ δοκίμῳ Ἑλλην. λόγῳ λαμβάνουσιν οὐ, συχνάκις παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις συγγραφεῦσι λαμβάνουσι τὸ μή, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 21. 2, Θεῶν Διάλ. 2. 1· ἐπεὶ μὴ ὁ αὐτ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 3, κτλ.· ― οὕτω καὶ μετὰ τὰ ὅτι καὶ ὡς = quod, αὐτόθι 29, Θεῶν Διάλ. 20. 10. 4) ἐν ταῖς ἀναφορικαῖς προτάσεσιν, ὁσάκις περιέχουσιν ὑπόθεσιν ἢ δηλοῦσιν ἀοριστίαν καὶ καθολικότητα, ὃς δὲ μὴ εἶδὲ κω τὴν καννάβιδα Ἡρόδ. 4. 74· ὃ μὴ κελεύσει Ζεύς, πρᾶγμα τοιοῦτον, ὁποῖον..., Αἰσχύλ. Εὐμ. 618, πρβλ. 661, 899· μεθ’ ὁριστ., λέγονθ’ ἃ μὴ δεῖ Σοφ. Φιλ. 583· λόγοις τοιούτοις οἷς σὺ μὴ τέρψει κλύων ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 691· ὅπου μὴ ἠθέλησεν Ἀντιφῶν 112, πρβλ. Ἰσοκρ. 68Β· - συνηθέστερον μεθ’ ὑποτακτ., ᾧ μὴ ἄλλοι ἀοσσητῆρες ἔωσιν Ὀδ. Δ. 165, κ. ἀλλ.· ἰδίως μετὰ τοῦ ἄν, Σοφ. Ο. Τ. 281· μετ’ εὐκτ., ἃ μὴ σαφῶς εἰδείη Ξεν. Κύρ. 1. 6, 19, κτλ.· οὐχὶ συχν. μετ’ εὐκτ. καὶ τοῦ ἄν, Πλάτ. Φίληβ. 20Α, Νόμ. 839Α, 872D. 5) μετ’ ἀπαρεμφ., α) ἁπανταχοῦ ἀπὸ τοῦ Ὁμ. καὶ ἐφεξῆς πλὴν ὁπόταν ἐξαρτᾶται ἐκ ῥημάτων λεκτικῶν ἢ δοξαστικῶν (ἐν πλαγίῳ λόγῳ) ἀλλὰ καὶ τότε ἐνίοτε, ἴδε κατωτ. γ· - οὕτω μετὰ τὸ ὥστε ἢ ὡς, ὥστε μὴ φρονεῖν Αἰσχύλ. Πέρσ. 725, κτλ.· πλὴν ὅταν τὸ ἀπαρέμφ. ἰσοδυναμῇ πρὸς ὁριστ. ἢ εὐκτ., ὡς ἐν πλαγίῳ λόγῳ, Ἡρόδ. 3. 105, Λυσ. 149. 44, Δημ. 320, 6, Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 6· - ἀείποτε ὅταν τὸ ἀπαρέμφ. ᾖ ἔναρθρον, τὸ μὴ προμαθεῖν Πινδ. Ο. 8. 60· τὸ μἀμελεῖν μάθε Αἰσχύλ. Εὐμ. 85, πρβλ. 749, Πρ. 624· λείπομαι ἐν τῷ μὴ δύνασθαι (ἂν καὶ ἐνταῦθα ἐν τῷ μὴ δ. = ὅτι οὐ δύναμαι) Σοφ. Ο. Κ. 496. β) κατὰ πλεονασμὸν ὅταν τὸ ἀπαρέμφ. ἐξαρτᾶται ἐκ ῥημάτων ἐχόντων ἀρνητικὴν δύναμιν, σημαινόντων ἄρνησιν, ἀπαγόρευσιν, ἐναντίωσιν, ἀπιστίαν, κώλυσιν, στέρησιν καὶ τὰ ὅμοια, ὁ δ’ ἀναίνετο μηδὲν ἑλέσθαι Ἰλ. Σ. 500 (ἄνευ τοῦ μὴ αὐτόθι 450)· οὕτω καὶ μετὰ τὸ ἀντιδικεῖν Λυσ. 104. 17· ἀντιλέγειν Ἰσαῖ. 48. 3· ἀπαγορεύειν καὶ ἀπειπεῖν Ἀντιφῶν 133. 27, Ἀνδοκ. 30. 13, Δημ., κτλ.· ἀπαυδᾶν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1072· ἀπείργειν Εὐρ. Ἐλ. 1559, κ. ἀλλ. (ἄνευ τοῦ μὴ Σοφ. Αἴ. 70)· ἀπιστεῖν Θουκ. 4. 40· ἀπογιγνώσκειν Λυσ. 95. 4· ἀποστερεῖσθαι Ἀντιφῶν 119. 22· ἀποτρέπεσθαι ὁ αὐτ. 133 ἀρνεῖσθαι καὶ ἔξαρνον γενέσθαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 572, Ἡρόδ. 3. 67· ἐναντιοῦσθαι Πλάτ. Ἀπολ. 32Β· ἔχειν Ἡρόδ. 1. 158, κτλ.· παύειν (ἔνθα ἡ μετοχὴ εἶναι συνηθεστέρα) Ἀριστοφ. Ἀχ. 634· κωλύειν Εὐρ. Φοίν. 1269, κτλ.· ἀλλὰ συχνάκις τὸ ἀπαρέμφ. ἀκολουθεῖ τὰ τοιαῦτα ῥήματα ἄνευ τοῦ μή, Σοφ. Ο. Τ. 129, Εὐρ. Ἄλκ. 11, Ι. Τ. 507, κτλ.· πρβλ. μὴ οὐ ΙΙ· - ἐν τοῖς τοιούτοις τὸ ἄρθρον πολλάκις προηγεῖται τοῦ μή, τὸ δὲ μὴ λεηλατῆσαι... ἔσχε τόδε Ἡρόδ. 5. 101· ἐξομνύναι τὸ μὴ εἰδέναι Σοφ. Ἀντ. 535· εἴργειν τὸ μή..., Θουκ. 3. 1, κτλ.· - τὸ ἄρθρ. ὡσαύτως δύναται νὰ τεθῇ κατὰ γενικ., ἔχειν τοῦ μή... Ξεν. Ἀν. 3. 5, 71· ἐμποδὼν γίγνεσθαι τοῦ μή... ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 2. 4, 23. γ) μετὰ τὰ λεκτικὰ καὶ δοξαστικὰ ῥήματα (ἐν πλαγίῳ λόγῳ) ἡ συνήθης καὶ ὁμαλὴ ἄρνησις εἶναι ἡ διὰ τοῦ οὐ· ἀλλ’ ὁσάκις τὰ ῥήματα ταῦτα ἐμφαίνουσιν ἐνέργειαν τῆς βουλήσεως, ὡς τὰ σημαίνοντα ὅρκον, ὑπόσχεσιν, πίστιν καὶ τὰ ὅμοια, ἡ ἄρνησις ἐπ’ ἴσης ἐκφέρεται διὰ τοῦ μή· - οὕτω μετὰ τὰ ῥήματα ὄμνυμι, Ἰλ. Ι. 133, Ὀδ. Ε. 179, Ἡρόδ. 1. 165., 2. 179, Ἀριστοφ. Σφ. 1047. 1281, κτλ.· μαρτυρῶ Λυσ. 109. 16, Δημ. 1106, 4, κτλ.· ὁμολογῶ Πλάτ. Πρωτ. 336Β, Συμπ. 202Β, Φαίδων 93D· ἐγγυῶμαι Πινδ. Ο. 11. 18, Πλάτ. Πρωτ. 336D· πέπεισμαι ὁ αὐτ. ἐν Ἀπολ. 37Α, κτλ.· πιστεύω Ἀνδοκ. 1. 2, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 8, κτλ.· ἐνίοτε δὲ καὶ μετ’ ἄλλων ῥημάτων, φημὶ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 1. 2, 39, Πλάτ. Θεαίτ. 155Α· ἐρῶ = ὀμοῦμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 18· - νομίζω αὐτόθι 7. 5, 59. - Ἡ τοιαύτη χρῆσις τοῦ μὴ (μετὰ ῥημάτων λεκτικῶν καὶ δοξαστικῶν) γίνεται λίαν κοινὴ παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις, π.χ. Λουκ. περὶ Περεγρίνου Τελευτ. 44, Ἀλέξ. 48, κτλ. 6) μετὰ μετοχῆς, ὅταν αὕτη δύναται νὰ ἀναλυθῇ εἰς ὑποθετικὴν πρότασιν, μὴ ἀπενείκας = εἰ μὴ ἀπήνεικε Ἡρόδ. 4. 64· μὴ θέλων = εἰ μὴ θέλεις Αἰσχύλ. Πρ. 504· μὴ δολώσαντος θεοῦ = εἰ μὴ ἐδόλωσε ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 273· μὴ δρῶν = εἰ μὴ δρῴην Σοφ. Ο. Τ. 77, κτλ.· - οὕτως ἐπὶ γενικῆς ἢ χαρακτηριστικῆς ἐννοίας, δίδασκὲ μ’ ὡς μὴ εἰδότα ut qui nihil sciam, Σοφ. Ο. Κ. 1154, πρβλ. Ο. Τ. 1110, Ἀντ. 1063-4· τὶς πρὸς ἀνδρὸς μὴ βλέποντος ἄρκεσις; ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 73· ἐπὶ τοιαύτης ἐννοίας συχνάκις μετὰ τοῦ ἄρθρου, ὁ μὴ λεύσσων ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 829· ὁ μὴ δουλεύσας Πλάτ. Νόμ. 762Ε. τῷ μὴ εἰργασμένῳ Ἀντιφῶν 137. 9· τόν... μὴ φροντίσαντα Λυκοῦργ. 151. 24, πρβλ. 153. 30, κτλ.· - μετὰ τῆς μετοχῆς τῆς ἀκολουθούσης τῷ ῥήμ. θαυμάζω, ὅπου θὰ ἐτίθετο εἰ ἀντὶ τοῦ ὅτι (πρβλ. εἰ Α. V), μὴ παρὼν θαυμάζεται = εἰ μὴ πάρεστι, Σοφ. Ο. Τ. 289, κτλ.· ἄθλια πάσχω μὴ μόνον... βιαζόμενος Ἀντιφῶν 116. 40· - παρὰ μεταγενεστ. ἡ αἰτιώδης χρῆσις εἶναι κοινή, Λουκ. Ἑταιρ. Διαλ. 12, 4., 15, 3. - Μετὰ τὰ γνωστικὰ καὶ δεικτικὰ ῥήματα τὸ ἀρνητικὸν μόριον τῆς μετοχῆς κυρίως εἶναι τὸ οὐ, ἀλλὰ τὸ μὴ ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Φ. 79, Ο. Κ. 656, 797, 1122, Εὐρ. Τρῳ. 970, Θουκ. 1. 76., 2. 17. 7) ἡ χρῆσις τοῦ μὴ μετ’ ἀφῃρημένων οὐσιαστικῶν εἶναι ἡ αὐτὴ τῇ μετὰ τῆς μετοχῆς, δίκαια καὶ μὴ δίκαια Αἰσχύλ. Χο. 78· τὰ μὴ δίκαια = ἃ ἂν μὴ ᾖ δίκαια ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 432, κτλ.· τὸ μἤνδικον Σοφ. Ο. Τ. 682· τὸ μὴ καλὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 370· ἡ μὴ ’μπειρία = τὸ μὴ ἔχειν ἐμπειρίαν, ἡ ἔλλειψις πείρας, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 115· ἡ μὴ ἐπιτροπὴ Πλάτ. Νόμ. 965C· πρβλ. οὐ Α. Ι. β) οὕτω μετ’ ἐπιθέτων καὶ ἐπιρρημάτων, νίκης μὴ κακῆς Αἰσχύλ. Εὐμ. 903. πρβλ. Θήβ. 411· τῷ φρονοῦντι μὴ καλῶς ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 1012, πρβλ. Ἀγ. 349, 927. 8) μετὰ τὰ ῥήματα τὰ δηλοῦντα φόβον, στενοχωρίαν, προσδοκίαν κακοῦ (πρβλ. μὴ οὐ)· α) ὅταν τὸ ἀντικείμενον φόβου εἶναι μέλλον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεθ’ ὑποτακτ.: μεθ’ ὑποτακτ. ἐνεστ., μήπως εἶναι, ἢ μήπως ἀποδειχθῇ ὅτι εἶναί τι, δεινῶς ἀθυμῶ μὴ βλέπων ὁ μάντις ᾖ Σοφ. Ο. Τ. 747, πρβλ. Ἀντ. 1114, Πλάτ. Πρωτ. 314Α· συχνότερον μετ’ ἀορ., δέδοικα... μή σε παρείπῃ, μήπως σὲ ἀπατήσῃ, Ἰλ. Α. 555, πρβλ. Ι. 244., Ν. 745· μετὰ πρκμ., δέδοικα μὴ περαιτέρω πεπραγμέν’ ᾖ μοι, φοβοῦμαι μήπως προέβην περαιτέρω τοῦ δέοντος εἰς ὅσα ἀρτίως ἔπραξα, Σοφ. Τρ. 663, πρβλ. Φ. 494, Ἡρόδ. 3. 119., 4. 140. κτλ. β) μετ’ εὐκτ. ἀντὶ ὑποτακτ., κατὰ τὴν κανονικὴν ἀκολουθίαν τῶν ἐγκλίσεων καὶ χρόνων· ἐνεστ. εὐκτ., Σοφ. Τρ. 482, Ξεν. Ἀν. 1. 10, 9· ἀόρ., Ὀδ. Λ. 635, κτλ.· πρκμ., Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· - ὡσαύτως καὶ ἡ ὁριστ. τοῦ μέλλ. εὑρίσκεται ἐν Ξεν Κύρ. 2. 3, 6, Πλάτ. Φίληβ. 13Α, Κρατ. 393C· καὶ εὐκτικὴ μέλλοντος ἐπὶ πλαγίου λόγου, Ξεν. Ἑλλ. 6. 4, 27, Ἀπομν. 1. 2, 7, Πλάτ. Εὐθύφρων 15Ε· οὕτω καὶ εὐκτ. μετὰ τοῦ ἄν, Σοφ. Τρ. 631, Ξεν. Πόρ. 4, 41. γ) ὅτανἐνέργεια ἀναφέρηται εἰς τὸ πάρον ἢ τὸ παρελθόν, ἡ ὁριστικὴ εἶναι ἐν χρήσει, ὅρα μὴ πῆμα σαυτῇ τιθῇς (διάφ. γραφ. τίθης) Σοφ. Ἠλ. 581, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 1525, Ἀριστοφ. Νεφ. 493, Πλάτ. Λάχ. 196C· ὅρα μὴ παίζων ἔλεγεν ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 145Β· πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 119· φοβούμεθα μὴ ἀμφοτέρων ἡμαρτήκαμεν Θουκ. 3. 53, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 209, Πλάτ. Λῦσ. 218D· δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα εἶπεν Ὀδ. Ε. 300. δ) ἡ ὁριστ. καὶ ὑποτακτ. εἰς συνεχεῖς προτάσεις, Εὐρ. Φοίνισσ. 93. 9) εὕρηται καὶ ἄνευ ῥήματός τινος ῥητῶς ἐκφραζομένου ἐξ οὗ νὰ ἐξαρτᾷται, καὶ χρησιμεύει τότε ὅπως ὑποδείξῃ ἢ ὑπαινίξηται φόβον, δισταγμόν, κτλ., μὴ ἀγροικότερον ᾖ τὸ ἀληθὲς εἰπεῖν Πλάτ. Γοργ. 462Ε, πρβλ. Θεαίτ. 188D, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 11, κ. ἀλλ. ΕΝ ΕΡΩΤΗΣΕΣΙ: Ι. ἐπὶ εὐθείας ἐρωτήσεως, α) ὅταν περιμένηται ἢ προμηνύηται ἀπόκρισις ἀρνητική, ἐνῷ ἡ διὰ τοῦ οὐ ἐκφερομένη ἐρώτησις περιμένει ἀπάντησιν καταφατικήν, ἆρ’ οὐ μεγάλην ἀρχὴν ἄρχω καὶ τὴν τοῦ Διὸς οὐδὲν ἐλάττω, ὅστις ἀκούω ταὔθ’ ἅπερ ὁ Ζεύς; Ἀριστοφ. Σφ. 619· ἀλλ’ ἆρα, ὦ Μέλιτε, μὴ οἱ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ ἐκκλησιασταὶ διαφθείρουσι τοὺς νεώτερους; Πλάτ. Ἀπολ. 25Α, Αἰσχύλ. Πέρσ. 344, πρβλ. Πρ. 247, 959, κτλ., παρ’ Ὁμήρῳ μόνον, ἦ μή.., Ὀδ. Ζ. 200., Ι. 405· καὶ παρ’ Ἀττικοῖς συχνάκις, ἆρα μή; Αἰσχύλ. Θήβ. 208, Σοφ. Ἠλ. 446, Πλάτ. Πολ. 405Α· - ὁπόταν εἰς συνεχεῖς προτάσεις ὑπάρχωσιν οὐ καὶ μή, ἑκάτερον ἀρνητικὸν μόριον διατηρεῖ τὴν ἰδίαν δύναμιν, οὐ σῖγ’ ἀνέξει μηδὲ δειλίαν ἀρεῖ; δὲν θὰ σιωπήσῃς καὶ μὴ φανῇς δειλός; δηλ. σιώπα καὶ μὴ γίνου δειλός, Σοφ. Αἴ. 75, πρβλ. Ο. Τ. 637, Τρ. 1183, Εὐρ. Ἱππ. 498, Ἑλ. 437. β) μεθ’ ὑποτακτ., ὅταν ἡ ἀναμενομένη ἀπάντησις δὲν εἶναι καθαρῶς ἀρνητική, μὴ οὕτω φῶμεν; Πλάτ. Πολ. 335C, πρβλ. 337Β, 417Β· ὁ τοιοῦτος μὴ δῷ δίκην; Δήμ. 21. 35· - οὕτω, πῶς μὴ φῶμεν; Πλάτ. Θεαίτ. 161Ε· οὕτω καὶ μετ’ εὐκτ. μετὰ τοῦ ἄν, πῶς ἂν τὶς μὴ θυμῷ λέγοι; πῶς δύναταί τις νὰ μὴ ὁμιλήσῃ μὲ θυμόν, Πλάτ. Νόμ. 867C, πρβλ. Γοργ. 510D, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, Ἰσοκρ. 84Α, 311C. ΙΙ. αἱ διὰ τοῦ μὴ ἐκφερόμεναι πλάγιαι ἐρωτήσεις ἀνάγονται ἐπὶ τέλους εἰς τὴν σύνταξιν τοῦ μὴ μετὰ ῥημάτων φόβου καὶ προσδοκίας κακοῦ, ὄφρα ἴδωμεν μή τοι κοιμήσωνται Ἰλ. Κ. 98, πρβλ. 101, Ὀδ. Φ. 395· περισκοπῶ μή πού τις... ἐγχρίμπτῃ Σοφ. Ἠλ. 898, πρβλ. 581, 584, Θουκ. 2. 13, κτλ. 2) ἐν τῷ δευτέρῳ μέρει διεζευγμένης ἐρωτήσεως, εἰ... ἢ (ἢ εἴτε)...; εἴτε..., εἴτε..., δύναται νὰ τεθῇ τὸ μὴ ἢ τὸ οὐ, Αἰσχύλ. Εὐμ. 468, 612, Ἀνδοκ. 2, 6, Πλάτ. Ἀπολ. 18Α, Πολ. 457D, Ξεν. Κύρ. 2. 1. 7· μὴ καὶ οὐ εἰς συνεχεῖς προτάσεις, Ἀντιφῶν 131. 9 ἑξ., πρβλ. Ἰσαῖ. 69. 35. Δ. Θέσις τοῦ μή. Ὁπόταν ἡ ἄρνησις ἐκτείνηται ἐπὶ τῆς ὅλης προτάσεως, τότε τὸ μὴ κυρίως προηγεῖται τοῦ ῥήματος· ὅταν δὲ ἡ δύναμις τοῦ ἀρνητικοῦ περιορίζηται εἰς μεμονωμένας λέξεις, προτάσσηται ἐκείνων τῶν λέξεων. Ἀλλ’ οἱ ποηταὶ ἐνίοτε θέτουσι τὸ μὴ μετὰ τὸ ῥῆμα, ὄλοιο μή πω Σοφ. Φιλ. 961· φράσῃς... μὴ πέρα αὐτόθι 332, πρβλ. Ο. Κ. 1522. 2) μή, ἐνίοτε ἐπαναλαμβάνεται, μή, μὴ καλέσῃς Ἀριστοφ. Σφ. 1418, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 191· μή, μὴ μ’ ἀνέρῃ τις εἰμι ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 210· οὕτω κατὰ μίαν ἑρμηνείαν, μή... μηδὲ ἐν Ὀδ. Λ. 613. Ε. Προσῳδία: παρὰ τοῖς Ἀττ. ποιηταῖς τὸ μὴ δύναται νὰ συνεκφωνηθῇ διὰ συνιζήσεως μετὰ τῶν ἀκολουθουσῶν διφθόγγων, ει ἢ ου, μὴ εἰδέναι, μὴ οὐ, Σοφ. Ο. Τ. 13, 221, Τρ. 321, κτλ.· - ἀρκτικὸν δὲ λέξεως ε μετὰ τὸ μὴ ἀποκόπτεται δι’ ἀφαιρέσεως, μὴ ’πόθουν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 962· μὴ ’μβαίνῃς ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 400· μὴ ’γὼ ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 910· - μὴ ἑπομένου α ἐνίοτε πάσχει κρᾶσιν, μἀδικεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 85 Δινδ.· ἕτεροι γράφουσι χωρίς, μὴ ἀδικεῖν, καὶ μόνον προφέρουσιν ἡνωμένως. Ζ. μὴ ΜΕΤ’ ΑΛΛΩΝ ΜΟΡΙΩΝ, ὡσεὶ ἐν συνθέσει, μὴ ἀλλά, μὴ γάρ, μὴ οὐ, μὴ ὅπως ἢ ὅτι, μή ποτε, κτλ., ἅπερ ἅπαντα ζητητεα κατ’ ἀλφαβητικὴν τάξιν· ἕκαστον δὲ αὐτῶν παραβλητέον πρὸς τὸν ἀντίστοιχον τύπον τὸν μετὰ τοῦ οὐ.

French (Bailly abrégé)

particule nég.
ne, ne pas, non;
1 pour marquer une défense, un conseil de ne pas faire qch : μή μ’ ἐρέθιζε IL ne m’irrite pas ; μή τις ἀκουσάτω OD que personne n’apprenne que ; μή τις ὀπίσσω τετράφθω IL que nul ne tourne en arrière ; dans les propos, dépendant d’un verbe exprimant l’idée de nier : καταρνεῖ μὴ δεδρακέναι τάδε ; SOPH nies-tu avoir fait cela ? et d’ord. après les verbes exprimant une idée négative telle que défendre, empêcher, s’abstenir, se garder de, etc.
2 au sens final de peur que : σὺ μὲν νῦν αὖτις ἀπόστιχε, μή τι νόησῃ Ἥρη IL maintenant éloigne-toi et retourne, de peur que Hèra ne t’aperçoive ; ὁ Κῦρος δὲ ἐνταῦθα λέγεται εἰπεῖν ὅτι ἀπιέναι βούλοιτο, μὴ ὁ πατήρ τι ἄχθοιτο XÉN Cyrus, dit-on, répondit alors qu’il voulait s’en aller, de peur que son père ne fût quelque peu peiné;
3 comme particule d’interrog. indir. au sens de si… ne pas : ὄφρα ἴδωμεν μή τοι κοιμήσωνται IL pour voir si (vaincus par le sommeil) ils ne dorment pas ; οὐδέ τι ἴδμεν μή πως καὶ διὰ νύκτα μενοινήσωσι μάχεσθαι IL et nous ne savons pas s’ils ne sont pas capables de nous attaquer même pendant la nuit ; particul. après les verbes qui expriment une idée de crainte : φοβεῖται μὴ τὰ ἔσχατα πάθη XÉN (ton père) craint d’avoir à subir les derniers malheurs ; ἐδεδοίκειν μὴ ἐν τῷ κρατῆρι φάρμακα μεμιγμένα εἴη XÉN je craignais qu’il n’y eût du poison mêlé dans la coupe;
4 μή se construit avec d’autres particules : μὴ ἀλλά, non pas, mais au contraire ; μὴ γάρ, eh bien donc… ne pas ; μηδέ (v. ce mot) ; μὴ δή, certes… ne pas ; μὴ μήν, vraiment… ne pas ; μὴ ὅπως ou μὴ ὅτι (elliptiq. p. μὴ λέγε ὅτι, ne dis pas que, qu’on ne dise pas que, etc.) : μὴ ὅτι ἰδιώτην τινά, ἀλλὰ τὸν μέγαν βασιλέα PLAT non seulement un simple particulier, mais le grand roi ; μὴ ὅπως ὀρχεῖσθαι ἐν ῥυθμῷ, ἀλλ’ οὐδ’ ὀρθοῦσθαι ἐδύνασθε XÉN non seulement vous ne pouviez pas danser en mesure, mais vous ne pouviez même pas vous tenir droit ; μὴ οὐ pour exprimer la négat. avec doute, tandis que οὐ μή exprime la négation d’une façon absolue : δείδω, μὴ οὔ τίς τοι ὑπόσχηται τόδε ἔργον IL je crains que personne ne te promette un pareil service ; οὐ τοῦτο δέδοικα, μὴ οὐκ ἔχωτι δῶ ἑκάστῳ τῶν φίλων, ἀλλὰ μὴ οὐκ ἔχω οἷς δῶ XÉN je ne crains pas de ne pas avoir de quoi donner à chacun de mes amis, mais bien de ne pas avoir à qui donner ; après les verbes signifiant « défendre, empêcher, différer » : οὐκέτι ἀνεβάλλοντο μὴ οὐ τὸ πᾶν μηχανήσασθαι HDT ils n’hésitaient plus à employer tous les moyens possibles ; οὐδὲν ἐδύνατο ἀντέχειν μὴ οὐ χαρίζεσθαι XÉN (Astyage) ne pouvait s’empêcher d’être agréable (à Cyrus) ; μή ποτε, adv. que jamais, afin que jamais ; μή που, afin que… ne pas en qqe façon ; μή πω, pas encore, pas plus, afin que… ne pas dorénavant ; μηπώποτε, jamais encore ; μήπως, afin que… ne pas en qqe façon ; si… ne pas en qch ; μήτε (v. ce mot) ; μή τι ou μήτι, ne pas… donc, certes… ne pas ; μή τοι ou μήτοι, vraiment pas, certes pas, pourtant certes pas.
Étymologie: cf. skr. ma.

English (Autenrieth)

not, lest.—(1) adv., not, differing from οὐκ in expressing a negation subjectively. μή is the regular neg. particle with the inf., in conditions and cond. rel. clauses, in prohibitions and exhortations, in wishes, and in final clauses introduced by ἵνα, ὡς, etc. μή σε παρὰ νηυσί κιχείω, ‘let me not catch thee near the ships!’ Il. 1.26 ; ἴστω νῦν Ζεὺς.. μὴ μὲν τοῖς ἵπποισιν ἀνὴρ ἐποχήσεται ἄλλος (μή, and not οὐ, because the statement is in sense dependent on ἴστω, though grammatically the ind. is allowed to stand instead of being changed to the inf.), Il. 10.330, cf. Il. 15.41.—(2) conj., that not, lest (n e), introducing final clauses and object clauses after verbs of fearing, ἀπόστιχε, μή τι νοήσῃ | Ἥρη, ‘in order that Hera may not take note of anything,’ Il. 1.522 ; δείδω μὴ δὴ πάντα θεὰ νημερτέα ϝεῖπεν, ‘lest all the goddess said was true,’ Od. 5.300 .—μή is combined variously with other particles, μὴ δή, μὴ μάν, μή που, μή ποτε, μή πως, etc. It is joined to interrogative words only when the question expects a negative answer, ἦ μή (num), Od. 9.405, , Od. 6.200.