ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
-;adj. m.qui trompe ses hôtes.Étymologie: dor. p. *ξεναπάτης de ξένος, ἀπατάω.