μελάμφυλλος

From LSJ
Revision as of 14:39, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάμφυλλος Medium diacritics: μελάμφυλλος Low diacritics: μελάμφυλλος Capitals: ΜΕΛΑΜΦΥΛΛΟΣ
Transliteration A: melámphyllos Transliteration B: melamphyllos Transliteration C: melamfyllos Beta Code: mela/mfullos

English (LSJ)

ον,

   A dark-leaved, δάφνα Anacr. 78 (= 92 Diehl, perh. pr. n.); δάφναι Theoc.Ep.1.3; κισσός D.P.573; of places, dark with leaves, Αἴτνας κορυφαί Pi.P.1.27; γῆ S.OC 482; ὄρη Ar.Th.997 (lyr.).    II as Subst. μελάμφυλλον, τό, = ἄκανθος, Dsc.3.17, Gal.11.818.

German (Pape)

[Seite 118] schwarzblätterig, mit dunklem Laube, dichtbelaubt, Αἴτνας μελαμφύλλοις κορυφαῖς, Pind. P. 1, 27; γῆ, Soph. O. C. 483, schattig; ὄρη, Ar. Th. 997; sp. D., wie D. Per. 573; – τὸ μελάμφυλλον, eine Pflanze, Bärenklau, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μελάμφυλλος: -ον, ὁ ἔχων μέλανα, μαῦρα φύλλα, δάφνα Ἀνακρ. 82˙ κισσὸς Διον. Π. 573˙ ἐπὶ τόπων, δασύς, σύσκιος, κατάσκιος ἐκ τῶν φύλλων, Αἴτνα Πινδ. Π. 1. 53˙ γῆ Σοφ. Ο. Κ. 482˙ ὄρη Ἀριστοφ. Θεσμ. 997. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., μελάμφυλον, τό, = ἄκανθος, Διοσκ. (ἐκ τῶν Νόθων) 3. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au feuillage sombre.
Étymologie: μέλας, φύλλον.

English (Slater)

μελάμφυλλος, -ον
   1 dark with foliage Αἴτνας ἐν μελαμφύλλοις κορυφαῖς (P. 1.27)