ναυσίστονος
From LSJ
Τὸ μανθάνειν δ' ἥδιστον εὖ λέγοντος, εἰ κέρδος λέγοι → It is the sweetest thing to learn from one speaking well, if they speak profitably
English (LSJ)
ὕβρις, the
A lamentable loss of the ships, Pi.P.1.72.
German (Pape)
[Seite 232] ὕβρις, die jammervolle Schmach der Schiffe, Pind. P. 1, 72.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσίστονος: ὕβρις, ἡ ἀξιοθρήνητος ἀπώλεια τῶν πλοίων, Πινδ. Π. 1. 140.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait gémir les vaisseaux.
Étymologie: ναῦς, στένω.
English (Slater)
ναυσίστονος, -ον
1 bringing lamentation upon their ships ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς, ναυσίστονον ὕβριν ἰδὼν τὰν πρὸ Κύμας (contra Fränkel, D & P, 520̆{24}) (P. 1.72)