προβιβάζω

From LSJ
Revision as of 14:40, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_2)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβῐβάζω Medium diacritics: προβιβάζω Low diacritics: προβιβάζω Capitals: ΠΡΟΒΙΒΑΖΩ
Transliteration A: probibázō Transliteration B: probibazō Transliteration C: provivazo Beta Code: probiba/zw

English (LSJ)

fut.

   A -άσω D.C.58.23, Att. προβῐβῶ Ar.Av.1570:— causal of προβαίνω, cause to step forward, lead on, τινα S.OC180 (lyr.); ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; to what point, how far do you mean to carry us ? Ar.l.c.; τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν, Pl.Prt.328a, X.Mem.1.5.1; ἕως Μακεδονίας τὴν ἀρχήν extend it... D.H.1.3; push on, οὐδὲν ἠδύνατο π. τῶν ἔργων Plb.5.100.1:—Pass., to be developed, improved, of machines, Hero Bel.74.4.    2 push forward, advance, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (by building a wall) D.S.4.78; exalt, τὴν πατρίδα Plb.9.10.4; τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς promote him, D.C.l.c.; δύναμιν Phld. Rh.1.40 S.    3 teach, τινάς τι LXX De.6.7, cf. Plu.Cat.Mi.36 (dub.); put forward as a representative, Act.Ap.19.33 (v.l.):— Pass., to be instructed or egged on, ὑπὸ τῆς μητρός Ev.Matt.14.8.    II intr., = προβαίνω, Plb.10.44.1, Aristid.2.231 J.    III of a male, mount before, ἄλλην Arist.HA546a10.

German (Pape)

[Seite 711] weiter fortführen, -bringen, befördern; προβίβαζε, κούρα, πρόσω, Soph. O. C. 176, sc. αὐτόν, führe ihn weiter; ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε, Ar. Av. 1570, wohin wirst du uns doch noch bringen? προβιβάσαι εἰς ἀρετήν, Plat. Prot. 328 b; Xen. Mem. 1, 5, 1; Sp., τὴν πατρίδα, es größer, mächtiger machen, Pol. 9, 10, 4, u. öfter; auch intrans., Fortschritte machen, βραχύ τι προεβίβασε, 10, 44, 1; οὐδὲν ἐδύνατο προβιβάζειν τῶν ἔργων, 5, 100, 1; auch a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προβῐβάζω: μέλλ. -άσω, Ἀττ. προβῐβῶ· ― μεταβατικὸν ἐνεργείας τοῦ προβαίνω, κάμνω τινὰ νὰ προβῇ, ὁδηγῶ, φέρω πρὸς τὰ ἐμπρός, κάμνω τινὰ νὰ φθάσῃ που, τινα Σοφ. Ο. Κ. 180· ποῖ προβιβᾷς ἡμᾶς ποτε; εἰς ποῖον μέρος, μέχρι τίνος ἐννοεῖς νὰ μᾶς φέρῃς; Ἀριστοφ. Ὄρν. 1570· τινὰ εἰς ἀρετήν, εἰς ἐγκράτειαν Πλάτ. Πρωτ. 328Β, Ξεν. Ἀπομν. 1. 5, 1· τὴν ἀρχὴν ἕως Μακεδονίας, ἐκτείνω μέχρι..., Διον. Ἁλ. 1. 3· ― ἄγω, παρακινῶ, λόγῳ τινὰ πρ. Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 17, διάφορ. γραφ. παρ’ Αἰσχίν. 67. 2 2) ἐκτείνω πρὸς τὰ ἐμπρός, προεκβάλλω, τὸ ὑπερκείμενον τοῦ κρημνοῦ (διὰ τῆς οἰκοδομῆς τείχους), Διόδ. 4. 78· ὑψώνω, μεγαλύνω, τὴν πατρίδα Πολύβ. 9. 10, 4· τινὰ ἐς τὰς ἀρχάς, προάγω, ἀναβιβάζω εἰς ἀνώτερον ἀξίωμα, προβιβάζω, Δίων Κ. 58. 23. 3) διδάσκω ἐκ τῶν προτέρων, τινά τι Ἑβδ. (Δευτερ. Ϛ΄, 7). ― Παθ., πιθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιδ΄, 8. ΙΙ. ἀμεταβ., = προβαίνω, Πολύβ. 5. 100, 1., 10. 44, 1. 2) ἐπὶ τοῦ ἄρρενος ζῴου, ὀχεύω, βατεύω, ἐπιβαίνω πρότερον, ἄλλην, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 20.

French (Bailly abrégé)

f. προβιβῶ, ao. προέβιβασα;
faire avancer, acc..
Étymologie: πρό, βιβάζω.

English (Slater)

προβῐβάζω
   1 lead out [Ἄβδ]ηρε, καὶ [στρατ]ὸν ἱπποχάρμαν πολέμῳ τελευταίῳ προβιβάζοις (Pae. 2.106)