δόξα

From LSJ
Revision as of 14:01, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (21)

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόξᾰ Medium diacritics: δόξα Low diacritics: δόξα Capitals: ΔΟΞΑ
Transliteration A: dóxa Transliteration B: doxa Transliteration C: doksa Beta Code: do/ca

English (LSJ)

ἡ, (δοκέω, δέκομαι)

   A expectation, οὐδ' ἀπὸ δόξης not otherwise than one expects, Il.10.324, Od.11.344; in Prose, παρὰ δόξαν ἢ ὡς κατεδόκεε Hdt.1.79, etc.; ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος hoping for... Pi.O. 10(11).63; δόξαν παρέχειν τινὶ μὴ ποιήσεσθαι . . to make one expect that... X.HG7.5.21; δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς... c. part., Pl.Sph. 216d; ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, = Lat. spe excidere, Hdt.7.203.    II after Hom., notion, opinion, judgement, whether well grounded or not, βροτῶν δόξαι Parm.1.30, cf. 8.51; ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ A.Pers.28 (anap.); ἃ δόξῃ τοπάζω S.Fr.235; δόξῃ γοῦν ἐμῇ Id.Tr.718; κατά γε τὴν ἐμήν, with or without δόξαν, Pl.Grg.472e, Phlb.41b: opp. ἐπιστήμη, Id.Tht.187b sq., R.506c, Hp.Lex 4, Arist.Metaph.1074b36; φάσεις καὶ δ. Id.EN1143b13; opp. νόησις, Pl.R.534a; ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί capable of being subjects of true opinion, Id.Tht.202b; δ. ἀληθεῖς ἢ ψευδεῖς Id.Phlb.36c; δόξης ὀρθότης ἀλήθεια Arist.EN1142b11; δ. ἐμποιεῖν περί τινος Id.Pol.1314b22; κύριαι δ. philosophical maxims, title of work by Epicurus, Phld.Ir.p.86 W., etc.; αἱ κοιναὶ δ. axioms, Arist.Metaph.996b28.    2 mere opinion, conjecture, δόξῃ ἐπίστασθαι, ἡγεῖσθαι, imagine, suppose (wrongly), Hdt.8.132, Th.5.105; δόξης ἁμαρτία Id.1.32; δόξαι joined with φαντασίαι, Pl.Tht.161e, cf. Arist.Ph.254a29 (but distd. fr. φαντασίαι, Id.de An.428a20); κατὰ δόξαν, opp. κατ' οὐσίαν, Pl.R.534c; ὡς δόξῃ χρώμενοι speaking by guess, Isoc.8.8, cf. 13.8.    3 fancy, vision, δ. ἀκόνας λιγυρᾶς Pi.O.6.82; δ. βριζούσης φρενός A.Ag.275; οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Id.Ch. 1053, cf. 1051; of a dream, E.Rh.780; δ. ἐνυπνίου Philostr.VA1.23: pl., hallucinations, Alex.Trall.1.17.    III the opinion which others have of one, estimation, repute, first in Sol.13.4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, cf. 34; δ. ἐπ' ἀμφότερα φέρεσθαι Th.2.11.    2 mostly, good repute, honour, glory, Alc.Supp.25.11, A.Eu.373 (lyr., pl.), Pi.O.8.64, etc.; δόξαν φύσας Hdt.5.91; δόξαν σχεῖν τινός for a thing, E.HF157; ἐπὶ σοφίᾳ δ. εἰληφώς Isoc.13.2; ἐπὶ καλοκἀγαθίᾳ καὶ σωφροσύνῃ δ. ὁμολογουμένην πεποιημένος Plb.35.4.8; δόξαν ἀντὶ τοῦ ζῆν ᾑρημένος D.2.15; δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Pl.Mx.241b; δ. ἔχειν ὥς εἰσι . . D.2.17; δ. καταλιπεῖν Id.3.24: in pl., οἱ ἐν ταῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Isoc.4.51.    3 rarely of ill repute, [δ.] ἀντὶ καλῆς αἰσχρὰν τῇ πόλει περιάπτειν D.20.10; λαμβάνειν δ. φαύλην Id.Ep.3.5; κληρονομήσειν τὴν ἐπ' ἀσεβείᾳ δ. Plb. 15.22.3.    4 popular repute or estimate, εἰσφέρων οὐκ ἀφ' ὑπαρχούσης οὐσίας . . ἀλλ' ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπεν D.21.157.    IV of external appearance, glory, splendour, esp. of the Shechinah, LXX Ex.16.10, al.; δ. τοῦ φωτός Act.Ap.22.11: generally, magnificence, πλοῦτον καὶ δ. LXX Ge.31.16, cf. Ev.Matt.4.8, al.; esp. of celestial beatitude, 2 Ep.Cor.4.17: pl., 1 Ep.Pet.1.11; also of illustrious persons, dignities, δόξας οὐ τρέμουσιν 2 Ep.Pet.2.10; δ. βλασφημεῖν Ep.Jud.8.

German (Pape)

[Seite 657] ἡ (δοκέω), Meinung, Ansicht, Vorstellung, Erwartung; Geltung, Ruf, Ruhm. Homer zweimal: Iliad. 10, 324 σοὶ δ' ἐγὼ οὐχ ἅλιος σκοπὸς ἔσσομαι, οὐδ' ἀπὸ δόξης, ich werde von deiner Erwartung nicht fern sein, d. h. ich werde deine Erwartungen nicht täuschen, werde sie erfüllen, vgl. Scholl. u. Apoll. Lex. Hom. p. 60, 15, welche δόξης durch δοκήσεως erklären; Odyss. 11, 344 οὐ μὰν ἧμιν ἀπὸ σκοποῦ οὐδ' ἀπὸ δόξης μυθεῖται βασίλεια περίφρων· ἀλλὰ πίθεσθε , die Königin redet nicht fernab vom Ziele und von der Erwartung, d. h. ihre Worte treffen das Ziel u. die Erwartung, sie sagt was wir beabsichtigten und erwarteten. – Folgende: 1) die Meinung (Vorstellung, Ansicht, Erwartung), welche man hegt; παρὰ δόξαν Plat. Phaed. 95 a; παρὰ δόξαν ἢ ὡς αὐτὸς κατεδόκεε, anders als er erwartet hatte, Her. 1, 79. 8, 4; δόξης ἁμαρτίᾳ Thuc. 1, 32; κατὰ δόξαν, der Erwartung, Ansicht nach, Plat. Gorg. 469 c; κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν, wenigstens nach meiner Ansicht, Phil. 32 c, wie δόξῃ γοῦν ἐμῇ Soph. Tr. 715; ὡς ἡ ἐμὴ δόξα Plat. Rep. IV, 435 d. Bei den Philosophen, bes. den Akademikern, = Vorstellung, Meinung, im Ggstz des Wahren u. Wirklichen; ἀντὶ δόξης ἀλήθειαν Plat. Conv. 218 e; vgl. Arist. Eth. Nic. 6, 9, 10. wie auch Antiph. 3 β 2 δόξῃ καὶ μὴ ἀληθείᾳ τὴν κρίσιν ποιήσασθαι sagt; im Ggstze von γνῶσις Plat. Rep. V, 478 c; dah. geradezu = Vorurtheil, Wahn, Einbildung; Aesch. Ch. 1053; von einer Traumerscheinung, Eur. Rhes. 780; πλήθους δόξαν παρέχειν Xen. Cyr. 6, 3, 30, den Schein der Menge erregen, zahlreich zu sein scheinen. Doch auch allgem., Ansicht über etwas; περί τινος, Plat., der ψευδεῖς καὶ ἀληθεῖς δόξαι entgegensetzt, Phil. 37. b u. öfter; δόξαν παρεῖχε τοῖς πολεμίοις μὴ ποιήσεσθαι μάχην, er brachte ihnen die Meinung bei, Xen. Hell. 7, 5, 21; ἔστιν οἷς δόξαν παράσχοιντ' ἄν, ὡς μανικῶς ἔχοντες, sie machten sie von sich glauben, daß, Plat. Soph. 216 d, u. A. Auch der Beschluß; δόξα κεῖται Eur. Troad. 179; bes. Lehrsätze der Philosophen, Arist. Metaphys. 3, 6; αἱ κύριαι δόξαι, des Epikur, Cic. fin. 2, 7. – 2) die Meinung, in der man bei Anderen steht; B. A. 242 ὁ παρὰ τῶν πολλῶν ἔπαινος (Ruf), εὔκλειαδόξα παρὰ τῶν ἀγαθῶν; Ruhm, σεμναί Aesch. Eum. 351; Soph. O. C 259; ἡ παρὰ τῶν ἀνθρώπων δ. Plat. Phaedr. 232 a; σεμνὴν δ. λαβεῖν Polit. 290 d; δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι, sie standen in dem Rufe, daß sie unüberwindlich seien, Menex. 241 b; Plut. Thes. 3; δόξαν ἔχουσιν ὥς εἰσι θαυμαστοί Dem. 2, 17. Selten im schlimmen Sinne: δόξα φαύλη Dem. 24, 205; αἰσχρὰν περιάπτειν τῇ πόλει Lept. 10.

Greek (Liddell-Scott)

δόξα: ἡ, (δοκέω) γνώμη ἣν ἔχει τις περί τινος πράγματος ἀληθὴς ἢ ψευδής, ἑπομένως, 1) προσδοκία, ἀπὸ δόξης ἄλλως ἢ ὅπως περιμένει τις, παρὰ προσδοκίαν, Ἰλ. Κ. 324, Ὀδ. Λ. 343· οὕτω παρὰ πεζοῖς, παρὰ δόξαν ἤ… Ἡρόδ. 1. 79, κτλ.· ἀντίθ. κατὰ δόξαν Πλάτ. Γοργ. 469C, κτλ.· -ἐν δόξᾳ θέσθαι, προσδοκῶ, περιμένω, ἐλπίζω, Πίνδ. Ο. 10 (11). 74· δόξαν παρέχειν τινί, μετ’ ἀπαρ., Ξεν. Ἑλλ. 7. 5. 21· δόξαν παρέχεσθαί τινι ὡς… Πλάτ. Σοφ. 2161)· ἀπὸ τῆς δ. πεσέειν, Λατ. spe excidere (ἂν καὶ δόξα δύναται νὰ σημαίνῃ ἐνταῦθα τὴν δόξαν, δηλ. φήμην, τιμήν), Ἡρόδ. 7. 203. 2) γνώμη (= δόγμα), εἴτε ὀρθῶς σχηματισθεῖσα εἴτε μή, Πίνδ. Ο. 9. 140· ψυχῆς εὐτλήμονι δόξῃ Αἰσχύλ. Πέρσ. 28· δόξῃ τοπάζειν Σοφ. Ἀποσπ. 224· δόξῃ γοῦν ἐμῇ ὁ αὐτ. Τρ. 718· κατά γε τὴν ἐμὴν δόξαν Πλάτ. Γοργ. 472Ε· ἰδίως κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ ἐπιστήμη, αὐτόθι 187Β κἑξ., Πολ. 506C, πρβλ. Ἱπποκρ. Λεξ.· ἀληθεῖ δόξῃ δοξασταί, ἱκανοὶ νὰ ἔχωσιν ἀληθῆ γνώμην, Πλάτ. Θεαιτ. 202Β· δόξαι ἀληθεῖς καὶ ψευδεῖς ὁ αὐτ. Φιλ. 36C· δ. ἐμποιεῖν περί τινος Ἀριστ. Πολ. 5. 11, 22· κύριαι δόξαι, τὰ κύρια δόγματα φιλοσόφου, Λατ. placita, Ἐπίκουρ. παρὰ Κικ. Fin. 2. 7· αἱ κοιναὶ δ., τὰ ἀξιώματα, Ἀριστ. Μεταφ. 2. 2, 16· πρβλ. ἔννοια Ι. 2. 3) ἀλλὰ συχνάκις ὡς τὸ δόκησις, ἁπλῆ δοξασία, εἰκασία, Αἰσχύλ. Ἀγ. 275· δόξῃ ἐπίστασθαι, Ἡρόδ. 8. 132, πρβλ· Θουκ. 5. 105· δόξαι ἐν συνδυασμῷ μ. τ. φαντασίαι, Πλάτ. Θεαιτ. 161Ε· κατὰ δόξαν, ἀντίθ. κατ’ οὐσίαν, ὁ αὐτ. Πολ. 534C. πρβλ. ἐπὶ πᾶσιν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 6. 9, 3, Μεταφ. 6. 15, 3· δόξῃ χρώμενοι, ὁμιλοῦντες κατ’ εἰκασίαν, Ἰσοκρ. 160C, πρβλ. 292C. 4) ὡς τὸ δόκησις, δοκή, φαντασία, ὅραμα, οὐκ εἰσὶ δόξαι τῶνδε πημάτων Αἰσχύλ. Χο. 1053, πρβλ. 1051· ἐπὶ ὀνείρου, Εὐρ. Ρήσ. 780. ΙΙ. ἡ γνώμη, ἣν ἔχουσιν οἱ ἄλλοι περί τινος, ὑπόληψις, Λατ. opinio, aestimatio, πρῶτον παρὰ Σόλωνι 5. 4 ἀνθρώπων δόξαν ἔχειν ἀγαθήν, πρβλ. 34. 2) συνήθως, καλὴ ὑπόληψις, τιμή, δόξα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 373, συχν. παρὰ Πινδ.· δόξαν φύσας Ἡρόδ. 5. 91· δόξαν φέρεσθαι, δόξαν ἔχειν Θουκ. 2. 11, κτλ.· τινός, διά τι πρᾶγμα, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 157· ἐπὶ σοφίᾳ Ἰσοκρ. 291C· ὡσαύτως, δόξαν εἶχον ἄμαχοι εἶναι Πλάτ. Μενεξ. 241Β· δ. ἔχειν ὥς εἰσι Δημ. 23. 2· δ. καταλείπειν ὁ αὐτ. 35. 11, κτλ.· ἐν τῷ πληθ., οἱ ἐν τοῖς μεγίσταις δόξαις ὄντες Ἰσοκρ. 72Β. 3) λίαν σπανίως ἐπὶ κακῆς φήμης, δ. αἰσχρά, φαύλη Δημ. 460. 4., 1475. 23. 4) ὑπόληψις, φήμη, «ἰδέα», ἐκτίμησις πράγματός τινος κοινῶς ἀποδεκτή, εἰσφέρων οὐκ ἀφ’ ὑπαρχούσης οὐσίας…, ἀλλ’ ἀπὸ τῆς δόξης ὧν ὁ πατήρ μοι κατέλιπε Δημ. 565. 15. ΙΙΙ. ἐπί ἐξωτερικῆς ἐμφανίσεως, λαμπρότης, φωτεινότης, συχν. ἐν τῇ Κ.Δ.· ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ ἐξόχων προσώπων, ἄρχοντες, ἀρχαί, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. β΄, 10, Ἰούδ. 8.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
I. opinion :
1 jugement, avis, sentiment : δόξης ἁμαρτία THC erreur de notre jugement ; δόξῃ γοῦν ἐμῇ SOPH à mon avis du moins ; t. de philos. ARSTT pensée individuelle;
2 ce à quoi l’on s’attend, ce que l’on croit possible, croyance : δόξαν παρέχειν τινί avec l’inf. XÉN faire supposer à qqn que ; παρὰ δόξαν HDT contre toute attente ; πεσέειν ἀπὸ τῆς δόξης HDT rabattre de ses espérances ; οὐκ ἀπὸ δόξης IL inférieur à ce qu’on attend (de qqn);
3 croyance philosophique, doctrine ; jugement, raison;
4 opinion sans fondement, pure imagination, conjecture : δόξῃ ἐπίστασθαι HDT savoir par conjecture, càd imaginer, supposer ; αἱ δόξαι imaginations, rêveries;
II. bonne ou mauvaise opinion sur qqn, réputation : δόξαν ἔχειν ISOCR, φέρεσθαι THC avoir ou acquérir de la réputation ; δόξαν ἔχειν ἐπὶ σοφίᾳ ISOCR avoir une réputation de sagesse ; δόξαν ἔχουσιν ὥς εἰσι θαυμαστοί DÉM ils ont la réputation d’être admirables ; abs. gloire.
Étymologie: R. Δοκ, cf. δοκέω.

English (Autenrieth)

(δοκέω): expectation, view; οὐδ' ἀπὸ δόξης, Il. 10.324 and Od. 11.344. See ἀπό, ad fin.

English (Slater)

δόξᾰ (-α, -ας, -ᾳ, -αν.)
   a opinion, thought ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει (P. 1.36) ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ) (N. 11.24)
   b reputation; fame ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς (P. 8.25) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.105) τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει (P. 11.45) αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.34) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (N. 11.9) ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν (I. 1.68) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.16) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.11) σὺν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον (I. 6.12) νεῶν δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. ]δοξαν[ P. Oxy. 841. fr. 49. c. gen. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας ( a reputation for ?) (O. 6.82)

English (Slater)

δόξᾰ (-α, -ας, -ᾳ, -αν.)
   a opinion, thought ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών (O. 10.63) ὁ δὲ λόγος ταύταις ἐπὶ συντυχίαις δόξαν φέρει (P. 1.36) ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ) (N. 11.24)
   b reputation; fame ἐξ ἱερῶν ἀέθλων μέλλοντα ποθεινοτάταν δόξαν φέρειν (O. 8.64) ὀπιθόμβροτον αὔχημα δόξας οἶον ἀποιχομένων ἀνδρῶν δίαιταν μανύει (P. 1.92) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς (P. 8.25) δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν (P. 9.75) αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν ἑῶν προγόνων (P. 9.105) τῶν εὐφροσύνα τε καὶ δόξ' ἐπιφλέγει (P. 11.45) αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.34) ἀλλὰ σὺν δόξᾳ τέλος δωδεκάμηνον περᾶσαί νιν ἀτρώτῳ κραδίᾳ (N. 11.9) ψυχὰν Ἀίδᾳ τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν (I. 1.68) ἴστε μὰν Κλεωνύμου δόξαν παλαιὰν ἅρμασιν (I. 3.16) ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας (I. 4.11) σὺν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν ἐπήρατον (I. 6.12) νεῶν δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. ]δοξαν[ P. Oxy. 841. fr. 49. c. gen. δόξαν ἔχω τιν' ἐπὶ γλώσσᾳ λιγυρᾶς ἀκόνας ( a reputation for ?) (O. 6.82)