ἔτος
Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt
English (LSJ)
εος, τό, irreg. dat.
A ἔτῃ IG2.1059.18:—year, τῶν προτέρων ἐτέων in bygone years, Il.11.691; τόδ' ἐεικοστὸν ἔ. ἐστὶν ἐξ οὗ . . 24.765, cf. Od.2.89, 19.222; ὅτε . . ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔ. ἦλθε 7.261; ἔ. ἐνιαυτῶν, v. ἐνιαυτός; ἑκάστου ἔτους Pl.Phd.58b; ἀν' ἕκαστον ἔ. Thphr.HP4.4.4; ἀνὰ πᾶν ἔ. AP9.430 (Crin.); ἀνὰ πάντα ἔτεα Hdt. 8.65; δι' ἔτους πέμπτου every fifth year, Ar.Pl.584; κατὰ ἔ. every year, Th.4.53, D.S.3.2, Ev.Luc.2.41, etc. (freq. καθ' ἕ., as PPetr.3p.34 (iii B.C.) and later); ἔ. εἰς ἔ. year after year, S.Ant.340 (lyr.); δι' ἔτους annually, Ph.1.19, 378; εἰς ἔ. Theoc.Ep.13.4; εἰς ἔ. ἐξ ἔτεος Id.18.15; ἔ. ἐξ ἔτους LXX Le.25.50; παρὰ ἔ. every other year, Paus.9.32.3 (but πὰρ ϝέτος yearly, Tab.Heracl.1.101); πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Pl.Ap. 18b; τρίτῳ ἔτει Th.1.101; τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Hdt.6.40; τρίτῳ ἔτεϊ τούτων in the third year after this, ibid., etc.; freq. in acc., ἔ. τόδ' ἤδη δέκατον . . βόσκων now for these ten years, S.Ph.312; τύραννος ἐγεγόνει ἤδη χιλιοστὸν ἔτος Pl.R.615c, cf. D.3.4, 33.23; of a person's age, γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν Isoc.12.270; οἱ ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη γεγονότες X.Cyr.1.2.4, cf. 13, etc.; without γεγονώς, τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη Id.An.5.3.1; οἱ μέχρι τετταράκοντα ἐτῶν ib.6.4.25, etc.: in gen., ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα Pl.Lg.721b; μυρίων ἐτῶν within a period of 10,000 years, Id.Phdr.248e; ὥρα ἔτους, v. ὥρα 1. 2 regnal year, τὸ πέμπτον ἔ. Δομιτιανοῦ POxy.477.8 (ii A.D.). (ϝέτος SIG9.2 (Olympia, vi B.C.), Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.), Inscr.Cypr.135.1 H., Tab.Heracl.l.c.; cf. Lat. vetus.)
German (Pape)
[Seite 1053] τό (eigtl. FΕ' τοσ, vgl. vetus, Plat. Crat. 410 d bringt es mit ἐτάζω in Vrbdg), das Jahr, Hom. u. Folgde überall; δευτέρῳ, τρίτῳ ἔτεϊ τουτέων, im zweiten, dritten Jahre hierauf, Her., z. B. 6, 40; τρίτον ἔτος ἐγένετο, es geschah vor drei Jahren, Dem. 33, 23 u. öfter; vgl. πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη Plat. Apol. 18 b; τα πρότερα ἔτη, die frühere Zeit, Il. 11, 691; ἔτος εἰς ἔτος, von Jahr zu Jahr, Soph. Ant. 340; ἑκάστου ἔτους, jährlich, Plat. Phaed., 58 b u. A.; οὐκ ἐν πολλοῖς ἔτεσι, nach wenigen Jahren, Plat. Pollt. 307 e; πρὸ τῶν Περσικῶν δέκα ἔτεσι πρότερον, zehn Jahre vor den Perserkriegen, Legg. I, 642 d; – ἔτους ὥρα, die geeignete Jahreszeit, Plut. Mar. 14. Vgl. ἐνιαυτός.
Greek (Liddell-Scott)
ἔτος: -εος, τό, (ἴδε ἐν τέλ.): - ἔτος, ὡς καὶ νῦν, τῶν προτέρων ἐτέων Ἰλ. Λ. 691· τόδ’ ἐεικοστὸν ἔτος ἐστίν, ἐξ οὗ κεῖθεν ἔβην Ω. 765, πρβλ. Ὀδ. Β. 89, Τ. 222· ὅτε δὴ ὄγδοόν μοι ἐπιπλόμενον ἔτος ἦλθεν Η. 261· ἔτος ἐνιαυτῶν, ἴδε ἐν λέξ. ἐνιαυτός· ἑκάστου ἔτους Πλάτ. Φαίδων 58Β· ἀν’ ἕκαστον ἔτος Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 4, 4· ἀνὰ πᾶν ἔτος Ἀνθ. Π. 9. 430· ἀνὰ πέντε ἔτεα, κάθε πέντε ἔτη, Ἡρόδ. 8. 65· δι’ ἔτους πέμπτου, κάθε πέμπτον ἔτος, Ἀριστοφ. Πλ. 584· κατὰ ἔτος, κατ’ ἔτος, Θουκ. 4. 53· κατὰ πᾶν ἔτος Ἀριστ. π. Φυτ. 1. 4, 1· ἔτος εἰς ἔτος, ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος, Σοφ. Ἀντιγ. 340· εἰς ἔτος Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 13· εἰς ἔτος ἐξ ἔτεος ὁ αὐτ. ἐν Εἰδυλλ. 18. 15· παρὰ ἔτος, κάθε δεύτερον ἔτος, Παυσ. 9. 32, 3· πάλαι πολλὰ ἤδη ἔτη, πρὸ πολλῶν ἤδη ἐτῶν, Πλάτ. Ἀπολ. 18Β· τρίτῳ ἔτει, κατὰ τὸ τρίτον ἢ διὰ τὸ τρίτον ἔτος, Θουκ. 1. 101· τρίτῳ ἔτεϊ πρότερον Ἡρόδ. 6. 40· τρίτῳ ἔτεϊ τουτέων, κατὰ τὸ τρίτον μετὰ ταῦτα ἔτος, αὐτόθι, κτλ.· συχν. κατ’ αἰτ., ἔτος τόδ’ ἤδη δέκατον... βόσκων, τοῦτο εἶναι τὸ δέκατον ἤδη ἔτος ἀφ’ ὅτου, Σοφ. Φ. 312C· τύραννος ἐγεγόνει ἤδη χιλιοστὸν ἔτος, τώρα καὶ χίλια ἔτη, Πλάτ. Πολ. 615C, πρβλ. Δημ. 29. 21., 900. 3· ἐπὶ τῆς ἡλικίας ἀνθρώπου, γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν, δηλ. 97 ἐτῶν, Ἰσοκρ. 283C (;)· γεγονὼς ὑπὲρ τὰ στρατεύσιμα ἔτη Ξεν. Κυρ. 1. 2, 4, πρβλ. 13, κτλ.· καὶ ἄνευ τοῦ γεγονώς, τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 3, 1, πρβλ. 6. 4, 25, κτλ.· ὡσαύτως κατὰ γεν., ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα Πλάτ. Νόμ. 721Α· μυρίων ἐτῶν, κατὰ περίοδον 10,000 ἐτῶν, Πλάτ. Φαῖδρ. 284Ε· ὥρα ἔτους, ἴδε ἐν λ. ὥρα Ι. ΙΙ. περὶ τῆς ἀρχικῆς διακρίσεως τοῦ ἐνιαυτός καὶ ἔτος, ἴδε ἐνιαυτός· καὶ περὶ τοῦ τρόπου τοῦ ἐν Ἀθήναις ἐν χρήσει πρὸς ἐξίσωσιν τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους πρὸς τὸ ἡλιακὸν ἴδε ὀκταετηρίς, ἐννεακαιδεκετηρίς. (Ἐκ √ϜΕΤ: μάλιστα εὕρηται γεγραμμένον Ϝέτος ἐν Δωρ. καὶ Αἰολ. Ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 11, 1569. 37, 5774. 104· πρβλ. ἀρχ. Σανσκρ. vatsas, vatsaras (ἔτος)· Λατ. vetus: - ἐντεῦθεν παράγονται ὡσαύτως αἱ λέξεις ἐτήσιος, τῆτες (σῆτες), νέωτα.)
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
an, année : ἑκάστου ἔτους, κατὰ ἔτος, chaque année ; ἔτος εἰς ἔτος SOPH d’année en année ; ἔτος τόδ’ ἤδη δέκατον SOPH voici la dixième année que ; γεγονὼς ἔτη τρία ἀπολείποντα τῶν ἑκατόν ISOCR âgé de 97 ans ; τοὺς ὑπὲρ τετταράκοντα ἔτη XÉN ceux qui ont dépassé l’âge de quarante ans ; οἱ μέχρι τριάκοντα ἐτῶν XÉN ceux dont l’âge va jusqu’à trente ans.
Étymologie: pour Ϝέτος = lat. vetus.
English (Autenrieth)
εος (ϝέτος, cf. vetus): year. See ἐνιαυτός.
English (Slater)
ἔτος (τό: ἔτεϊ, ἐτέων:
1 ϝετ- (O. 2.93), fr. 133. 2.) year ἑκατόν γε ἐτέων (O. 2.93) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (N. 11.40) ]τό οἱ ἔτει θανατο[ (Pae. 22.10) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῷ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.
English (Slater)
ἔτος (τό: ἔτεϊ, ἐτέων:
1 ϝετ- (O. 2.93), fr. 133. 2.) year ἑκατόν γε ἐτέων (O. 2.93) δένδρεά τ' οὐκ ἐθέλει πάσαις ἐτέων περόδοις ἄνθος εὐῶδες φέρειν (N. 11.40) ]τό οἱ ἔτει θανατο[ (Pae. 22.10) ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῷ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν fr. 133. 2.