Θαλία
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
Thalie :
1 une des trois Grâces;
2 Muse de la comédie et des chansons de table.
Étymologie: cf. Θάλεια.