ἄσμενος

From LSJ
Revision as of 14:29, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσμενος Medium diacritics: ἄσμενος Low diacritics: άσμενος Capitals: ΑΣΜΕΝΟΣ
Transliteration A: ásmenos Transliteration B: asmenos Transliteration C: asmenos Beta Code: a)/smenos

English (LSJ)

η, ον,

   A well-pleased, glad, always with a Verb, φύγεν ἄ. ἐκ θανάτοιο he was glad to have escaped death, Il.20.350, cf. Od. 9.63, Pi.O.13.74: freq. in Trag. and Att., ἄσμενος δὲ τἂν . . κάμψειεν γόνυ A.Pr.398; ἐκ θαλάσσης ἀσμένους πεφευγότας E.Hel.398; ἄ. αἱρεθείς Th.6.12; ἐκάθευδον ἄ. ἥκων ἐξ ἀγροῦ Lys.1.13; ἀσμένας εἰς τὸν λειμῶνα ἀπιούσας Pl.R.614e: freq. in dat., ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη glad would it make me ! Il.14.108; ἀσμένῳ δέ σοι . . νὺξ ἀποκρύψει φάος glad wilt thou be when night shuts out the light, A.Pr.23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρα ἐπέλαμψε Hdt.8.14; ἀσμένῃ δέ μοι . . ἦλθε S.Tr.18; ὡς ἀσμένοισιν ἦλθες Ar.Pax582, cf. Pl.Cra.418c, etc. Adv. ἀσμένως gladly, readily, A.Pr.728, D.18.36, Alex.142, Timocl.14 (this Adv., which is common in later Greek, Act.Ap.21.17, etc., has sts. been substituted for the Adj., as in Th.4.21 (v. l.)): Sup. ἀσμεναίτατα (v.l. -έστατα) Pl.R.329c; -έστατα ib.616a (though the Adj. makes -ώτερος, -ώτατος, Hp.Art.8, cf. Phryn.PSp.18B.). (Not to be connected with ἁνδάνω, since there is no ancient authority for rough breathing ἁσμ-.)

German (Pape)

[Seite 372] gern, freudig, froh; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη Iliad. 14, 108, mir wird es lieb sein; φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο 20, 350, ist froh, dem Tode entronnen zu sein; ἔνθεν δὲ προτέρω πλέομεν ἀκαχήμενοι ἦτορ, ἄσμενοι ἐκ θανάτοιο, φίλους ὀλέσαντες ἑταίρους Od. 9, 63. 566. 10, 134; ἀσμένῃ δ' ἐμοὶ ἦλθε Soph. Tr. 18; vgl. Aesch. Pr. 23; ὥς σφι ἀσμένοισι ἡμέρη ἐπέλαμψε Her. 8, 14; ἀσμένοις τοῖς ἀνθρώποις τὸ φῶς ἐγίγνετο Plat. Crat. 418 c; Thuc. 6. 12, u. oft in Prosa, ἄσμενος ὁρᾶν u. ähnl., wie Pind. εὗρεν Ol. 13, 71. – Compar., B. A. p. 12 ἀσμενώτερος καὶ ἀσμεναίτατα λέγε; letzteres Plat. Rep. I, 329 c; ἀσμενέστατα X, 616 a, wie Cic. Att. 13, 22. – Adv. ἀσμένως, willig, mit Freuden, Plat u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
joyeux, content ; φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο IL il fut heureux d’échapper à la mort ; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη IL cela me serait agréable ; ἀσμένῃ δε μοι ἦλθε SOPH il est venu à ma grande joie.
Étymologie: p. *σϜάδμενος, de la R. ΣϜαδ se réjouir, > ἡδομαι, ἁνδάνω.

English (Autenrieth)

(root σϝαδ, ἁνδάνω): glad; ἐμοὶ δέ κεν ἀσμένῳ εἴη, 'twould ‘please me’ well, Il. 14.108.

English (Slater)

ἄσμενος
   1 glad ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (O. 13.74)