ἀνακομίζω
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
English (LSJ)
poet. ἀγκομ-,
A carry up, X.HG2.3.20:— Pass., Din.1.68; esp. to be carried up-stream, or up the country, Hdt.2.115. II bring back, recover, οἰκέτην v.l. in X.Mem. 2.10.1:—Med. (with pf. Pass., Id.An.4.7.1 and 17), bring or take back or away with one, Hdt.5.85, Th.6.7:—Pass., to be brought back, Hdt.3.129, etc.; and of persons, return, come or go back, Id.2.107, Th.2.31; get safe away, escape, Plb.1.38.5: so in Med., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ τῆς Φιλίππου συνηθείας withdraw from... Plu.Arat. 51. 2 τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι bring back safe, i.e. redeem, fulfil, Pi.P.4.9 (prob.):—Med., ἀ. τύχαν δαιμόνων bring it back upon oneself, E.Hipp.831 (lyr.). III restore to health, strengthen, Hp.Fract.7, cf. Gal.1.405 (Pass.): metaph., πεπονηκυῖαν ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Aristid.Or.26(14).98.
German (Pape)
[Seite 193] hinauf bringen, ἀνακομισθέντων τούτων, nachdem sie den Nil stromaufwärts gefahren, Her. 2, 115; τὰ ὅπλα εἰς τὴν ἀκρόπολιν Xen. Hell. 2, 3, 14. – Med., für sich zusammenbringen, χωρία, ἐν οἷς τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Xen. An. 4, 7, 1; ἔπος, einen Ausspruch erfüllen, Pind. P. 4, 9; τύχην Eur. Hipp. 831; Dion. H. 3, 23 u. öfter Plut. – Pass., zurückkehren, Pol. ἀνακομισθῆναι 2, 96, 14; οἱ ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντες, die aus dem Schiffbruch Geretteten, 1, 38, 5; vgl. Her. 5, 85.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακομίζω: ποιητ. ἀγκομ- (ἴδε κομίζω): - φέρω ἐπάνω, Ξεν. Ἑλλ. 2. 3. 20: - Παθ., Δείναρχ. 98. 43: ἰδίως φέρομαι πρὸς τὰ ἄνω τοῦ ῥεύματος, ἢ τὰ μεσογαιότερα τῆς χώρας, Ἡρόδ. 2. 115. ΙΙ. Μέσ., ἀνευρίσκω τι ὅπερ ἀπώλεσα καὶ παραλαμβάνω αὐτὸ ὀπίσω μετ’ ἐμαυτοῦ, ἀνακτῶμαι, Ξεν. Ἀπομ. 2. 10, 1: - κομίζω μετ’ ἐμαυτοῦ, τὰ ἐπιτήδεια πάντα εἶχον ἀνακεκομισμένοι Ξεν. Ἀν. 4. 7, 1 καὶ 17: - φέρω ἢ λαμβάνω τι ὀπίσω μετ’ ἐμαυτοῦ, ὡς ἀνῆκον εἰς ἐμέ, Ἡρόδ. 5. 85, Θουκ. 6. 7: - Παθ., κομίζομαι ἄνω, Ἡρόδ. 3. 129, κτλ.· καὶ ἐπὶ προσώπ., ἔρχομαι ἢ ὑπάγω ὀπίσω, ἐπανέρχομαι, ἀνακομιζόμενος, ἐπανερχόμενος, ὁ αὐτ. 2. 107, Θουκ. 2. 31: -διασῴζομαι, Λατ. se recipere, τῶν ἐκ τῆς ναυαγίας ἀνακομισθέντων Πολύβ. 1. 38, 5· οὕτω καὶ μέσ., ἑαυτὸν ἀνακομίζεσθαι ἐκ... Πλουτ. Ἄρατ. 51. 2) ἐν μέσ. φωνῇ ὡσαύτως, τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαιθ’, «ἀνασώσειεν, ἀνακομίσειεν, ἐπιμελείας ἀξιώσειεν» (Σχόλ.), Πινδ. Π. 4. 15· ἀνακομίζομαι τύχαν δαιμόνων, ἐπαναφέρω ἐπ’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἱππ. 831. ΙΙΙ. θεραπεύω, «ἀνακομίσαι, θεραπεῦσαι, ἀνενέγκαι», Ἡσύχ. - ἔπειτα σιτίοισιν αὐτὸν ἀνακομίζειν ὑποχωρητικωτάτοισιν Ἱππ. 44. 41 (κατὰ τὴν παραπομ. Θ. Στ.)· μεταφ., πεπονηκυῖαι ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην Ἀριστείδ. τόμ. 1. 225.
French (Bailly abrégé)
1 (ἀνά, en haut) porter en haut, monter;
2 (ἀνά, en arrière) rapporter, ramener ; Pass. être ramené ; revenir;
Moy. ἀνακομίζομαι (ao. ἀνεκομισάμην) porter en arrière, mettre en réserve.
Étymologie: ἀνά, κομίζω.
English (Slater)
ἀνακομίζω (?), ἀγκομίζω
1 revive, redeem, fig., make good τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι (Σ̆λ: ἀγκομίσαιθ codd.) (P. 4.9)
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poét. ἀγκ- Pi.P.4.9, B.3.89
A tr.
I 1transportar hacia arriba (τὰ ὅπλα) εἰς τὴν ἀκρόπολιν X.HG 2.3.20
•transportar río arriba en v. pas., Hdt.2.115
•de sacrificios ofrecer Meth.Symp.5.6
•fig. exaltar Cyr.Al.Chr.Un.51.730B.
2 sin noción de elevación transportar, expedir (τὸ νόμισμα) πρὸς αὐτὸν ἀνακομίζειν Arist.Oec.1347a9, ξύλα εἰς τὴν οἰκίαν D.49.26, 33, 61, cf. IG 22.1672.29 (IV a.C.), PLille 25.13 (III a.C.)
•en v. med. llevarse consigo σφέα Hdt.5.85, σῖτον Th.6.7
•recobrar ἀνακομίσασθαι τὰ τῆς ἀδελφῆς καὶ μητρὸς ὀστᾶ Plb.31.7.2, en v. pas. ἡ τιμὴ ἀνακομισθεῖσα PHib.41.23 (III a.C.)
•de un niño adoptar, reconocer en v. pas. τὸ ἀνακομισθὲν ὑπὸ αὐτοῦ πα[ιδ] ίον SB 6611.21 (II a.C.).
II 1devolver θά[λεια] ν αὖτις ἀγκομίσσαι ἥβαν B.3.89, en v. pas. ἐκ προσαγωγῆς ἀνακομίζεσθαι (el alimento a un enfermo), Hp.Fract.7, παῖδας ... ὡς ἑαυτὸν ἀνακεκομισμένους Din.1.68, ἀνθρωπότητος ἀνακομισθείσης εἰς ἀφθαρσίαν Cyr.Al.M.71.896D
•en v. med. mismo sent. ὡς ... [ἀνα] κομιούμενος τὰ χιρό[γραφ] α BGU 179.27 (I d.C.) en BL 5.10.
2 devolver la salud, restablecer a un convaleciente de una enfermedad ἀνακομίσαι ἐκ νούσου Hp.Aff.43, cf. Gal.1.405
•fig. en v. pas. πεπονηκυῖαν ἐξ ἀρχῆς ἀνακεκομίσθαι τὴν οἰκουμένην (se puede decir) que el mundo, que había llegado a su postración, se recuperó desde el principio Aristid.Or.26.98.
III fig. cumplir, realizar τὸ Μηδείας ἔπος ἀγκομίσαι cumplir la profecía de Medea Pi.l.c.
•en v. med. hacer que se cumpla, ser sujeto del cumplimiento τύχαν δαιμόνων E.Hipp.831.
B intr. en v. med.-pas.
1 remontar río arriba ναυτιλίαι ... ἀνακομιζόμεναι Str.3.2.4
•en gener. volver Hdt.2.107, Th.2.31, ἐκ βρεταννίας εἰς Ταρσὸν ἀνακομιζόμενος οἴκαδε Plu.2.410a, εἰς τὸν οὐρανὸν αὐτῆς (sc. Afrodita) ἀνακομισθείσης Plu.2.739c, παρὰ τῶν ἀνακομισθέντων μαθών LXX 3Ma.1.1
•volver a salvo, salvarse Plb.1.38.5.
2 retirarse ἑαυτὸν ἀνακομιζόμενος ἐκ τῆς πρὸς τὸν Φίλιππον συνηθείας Plu.Arat.51.