θοάς
From LSJ
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
άδος, ἡ, fem. Adj.
A fleet, swift, prob. in Pi.Fr.107.7.
English (Slater)
θοάς f. adj.,
1 swift ἀλλά σε πρὸς Διός, ἱπποσόα θοάς, ἱκετεύω (sc. ἀκτὶς ἀελίου) (Pae. 9.7)
Greek Monolingual
θοάς, -άδος, ἡ (Α) (αμφβλ. γρφ. στον Πίνδ.) αυτή που σπεύδει, η γρήγορη.
[ΕΤΥΜΟΛ. θηλ. του θοός < θέω].