ὑψηλός
νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day
English (LSJ)
ή, όν (also -ός, όν Demetr.Troezen.1 Diels): Comp. and Sup. -ότερος, -ότατος, and irreg.
A -έστατος Paus.5.13.9: (ὕψι, ὕψος): —high, lofty, θάλαμος Od.1.426; πύργος Il.3.384, etc.; of a highland country, χώρη ὀρεινὴ . . καὶ ὑψηλή Hdt. 1.110; ὑψλὰ χωρία Th.3.97; and ὑψηλά alone, Pl.Lg.732c; ἐφ' ὑψηλοῦ εἶναι, καθῆσθαι, X.HG4.5.4, Luc. Rh.Pr.6; ἐν ὑψηλῷ τινι καταστάς Plu.Eum. 17; ἀπὸ ὑψηλοῦ κρεμασθείς Pl.Tht.175d; ἀφ' ὑψηλοτέρου καθορῶντες X.HG6.2.29; ἐποικοδομήσαντες ὑψηλότερον [τὸ τεῖχος] Th.7.4. Adv., -λῶς καθήμενος Pherecr. 64. II metaph., high, lofty, stately, proud, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος, Pi.O.2.22, 5.1, P.3.111; τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑ. Pl.Euthd.289e; ὑ. καὶ χαύνη ἐλπίς Id.Ep.341e; ὑψηλὰ κομπεῖν talk high and boastfully, S.Aj.1230. 2 of persons, opp. δυσδαίμων, E.Hel.418; ἀφ' ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε Id.Heracl.613 (lyr.); ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑ. εἶναι Id.Hipp.730; ἐπὶ τούτοις ὑ. ἐξαρεῖν αὑτόν Pl.R.494d, cf. And.3.7, Aeschin.2.174; [δαίμονα] ὑ. αἴρειν E.Supp.555; τὸ νέον ἅπαν ὑ. καὶ θρασύ Metrod.Fr.57; αὑτὸν παρέχειν -ότερον λημμάτων Luc.Nigr. 25; ὑ. τῷ ἤθει Plu.Dio4. 3 upraised, i.e. mighty, ἐν βραχίονι -λῷ LXX Ex.6.1, al. 4 of poets, sublime, Longin.40.2; τὰ -ότερα the loftier, sublimer thoughts or language, Id.43.3; ὑ. λέξις, λόγος, D.H.Lys. 13, Plu.Per.5. Adv. -λῶς Gal.10.12.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλός: ή, όν· συγκρ. καὶ ὑπερθ. -ότερος, -ότατος, καὶ ἀνωμάλως, -έστατος διάφ. γραφ. ἐν Παυσ. 5. 13, 9· (ὕψι, ὕψος)· ― ὡς καὶ νῦν, ὑψηλός, Λατιν. altus, sublimis, Ὅμηρ., Ἡρόδ., Τραγ., κλπ.· θάλαμος Ὀδ. Α. 426· πύργος Ἰλ. Γ. 384, κλπ.· ἐπὶ χώρας, χώρα ὀρεινή… καὶ ὑψηλὴ Ἡρόδ. 1. 110· ὑψηλὰ χωρία Θουκ. 3. 97· καὶ μόνον ὑψηλά, Πλάτ. Νόμ. 732C· ἐφ’ ὑψηλοῦ εἶναι Ξεν., Λουκ., κλπ.· ἐν ὑψηλῷ εἶναι Πλουτ. Εὐμεν. 17· ἀφ’ ὑψηλοῦ κρεμασθῆναι Πλάτ. Θεαίτ. 175D· ἀφ’ ὑψηλοτέρου καθορᾶν Ξεν. Ἑλλ. 6. 2, 29· ὑψηλότερον οἰκοδομεῖν [τὸ τεῖχος] Θουκ. 7. 4. ― Ἐπίρρ., καθήμενον ὑψηλῶς ὑπὸ σκιαδείῳ Φερεκράτης ἐν «Ἱπνῷ» 1. ΙΙ. μεταφορ., ὑψηλός, μέγας, λαμπρός, ὄλβος, ἀρεταί, κλέος Πινδ. Ο. 2. 38., 5. 1, Π. 3. 196, κλπ.· τέχνη θεσπεσία τις καὶ ὑψ. Πλάτ. Εὐθύδ. 289Ε· ὑψ. καὶ χαύνη ἐλπὶς ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιστ. 341Ε· ὑψηλὰ κομπεῖν Σοφ. Αἴ. 1230. 2) ἐπὶ προσώπων, ἀντίθετ. τῷ δυσδαίμων, Εὐρ. Ἑλ. 418· ἀφ’ ὑψηλῶν βραχὺν ᾤκισε ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 613· ἐπὶ τοῖς ἐμοῖς κακοῖς ὑψ. εἶναι ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 730· ἐπὶ τούτοις ὑψ. ἐξαίρειν αὑτὸν Πλάτ. Πολ. 494D· πρβλ. Ἀνδοκ. 24. 18, Αἰσχίν. 51. 24· οὕτω, πνεῦμα ὑψηλὸν αἴρειν Εὐρ. Ἱκ. 555· ἑαυτὸν ὑψηλότερον λημμάτων παρέχειν Λουκ. Νιγρ. 25· ὑψ. τῷ ἤθει Πλουτ. Δίων 4. 3) ἐπὶ ποιητῶν, ἔχων ὕψος λόγου ἢ ἐννοιῶν, Λογγῖν. 40. 2· τὰ ὑψηλότερα, αἱ ὑψηλότεραι ἔννοιαι ἢ φράσεις, ὁ αὐτ. 43. 3· ὑψ. λέξις, λόγος Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 13, Πλουτ. Περικλ. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
haut, élevé : ἐν ὑψηλῷ εἶναι PLUT être sur une hauteur ; fig. :
1 en parl. du caractère, des pensées, du style;
2 en mauv. part hautain, fier, orgueilleux;
Cp. ὑψηλότερος.
Étymologie: ὕψος.
English (Autenrieth)
(ὕψος): high, lofty, highlying.
English (Slater)
ὑψηλός (-οῖο, -όν; -ᾶς, -άν, -ᾶν, -αῖς; -όν acc.: superl. -οτάτων.)
1 lofty
a lit. ἵκοντο δ' ὑψηλοῖο πέτραν ἀλίβατον Κρονίου (O. 6.64) Παρνασσίαις πέτραις ὑψηλαῖς (Pae. 2.98) ὑψηλὰν πόλιν ἀμφινέμονται (Akragas) fr. 119. 2.
b met. ὅταν θεοῦ μοῖρα πέμπῃ ἀνεκὰς ὄλβον ὑψηλόν pr. (O. 2.22) ὑψηλοτάτων ἀέθλων (O. 4.3) ὑψηλᾶν ἀρετᾶν (O. 5.1) κλέος εὑρέσθαι ὑψηλὸν (P. 3.111) τετείχισται δὲ πάλαι πύργος ὑψηλαῖς ἀρεταῖς ἀναβαίνειν (I. 5.45) ὑψηλαῖς πραπίδεσσι (of Kadmos) Δ. 2. 2. ψαλμὸν ἀντίφθογγον ὑψηλᾶς ἀκούων πακτίδος fr. 125. 3.
English (Strong)
from ὕψος; lofty (in place or character): high(-er, -ly) (esteemed).