ἄγνινος
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
η, ον,
A made of ἄγνος, Plu.2.693f.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγνινος: -ον, ὁ, = ἄγνιος, Μεθόδ. 185D.
Spanish (DGE)
-η, -ον
hecho de agnocasto ῥάβδοι Plu.2.693f.
• Etimología: Cf. ἄγνος.
Russian (Dvoretsky)
ἄγνινος: и ἄγνιος 3 сделанный из волошской вербы (ῥάβδος Plut.).