ἀνόδευτος

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνόδευτος Medium diacritics: ἀνόδευτος Low diacritics: ανόδευτος Capitals: ΑΝΟΔΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anódeutos Transliteration B: anodeutos Transliteration C: anodeftos Beta Code: a)no/deutos

English (LSJ)

ον,

   A impassable, Aq.Je.18.15; πεζῇ φήσαντος ἀνόδευτα εἶναι στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC4.106.    II trackless, χεῦμα Hedyl. ap. Str.14.6.3; ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.

German (Pape)

[Seite 239] unwegsam, χεῦμα, vom Meere, Hedyl. bei Strab. 14, 5, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνόδευτος: -ον, ἀδιάβατος, ἀνόδευτον χεῦμα Ἡδύλος παρὰ Στράβ. 683.

Spanish (DGE)

-ον
1 intransitable ὁδός Aq.Ie.18.15 (Auct.), de lugares πεζῇ ... ἀνόδευτα ... στρατοπέδοις Str.16.4.23, cf. App.BC 4.106.
2 que carece de caminos χεῦμα Hedyl. en Str.14.6.3, ἐρημίαι Lyd.Mag.1.50.

Greek Monolingual

ἀνόδευτος, -ον (Α) οδεύω
αδιάβατος, άβατος, αυτός από τον οποίο δεν μπορεί κανείς να διαβεί, να περάσει.