ἀνόητος
οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speech—whereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength
English (LSJ)
ον,
A not thought on, unheard of, ἄφραστ' ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80. 2 not within the province of thought, νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Pl.Prm.132c; not the object of thought, unthinkable, Plot.5.3.6 and 10. Adv. -τως without discursive thought, of vision, βλέψαι ἀ. Id.6.7.16. II Act., not understanding, unintelligent, senseless, silly, Hdt.1.87, 8.24; ὦ ἀνόητοι oh fools! Ar.Lys.572; ὦνόητε Id.V.252; opp. προνοητικός, X.Mem.1.3.9: Comp. -ότερος Luc.Peregr.33; τὸ ἀ., opp. τὸ νοῦν ἔχον, Pl.Ti.30b; τῷ θνητῷ καὶ ἀ. Id.Phd.80b; τὸ ἀ. [τῆς ψυχῆς] Id.R. 605b, etc.:—of animals, τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀ. Arist.HA 610b23, cf. 622a3. b c. gen., not understanding, θεοῦ Max.Tyr. 41.5; τῆς φωνῆς Luc.Asin.44, cf. Ecphant. ap. Stob.4.7.64. 2 of acts, thoughts, etc., ἀ. γνῶμαι S.Aj.162 (lyr.); δόξαι Pl.Phlb. 12d; εὐχειρίη Hp.Art.35; ἀ. καὶ κενόν Ar.Ra.530; οἴνου . . καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων and all other follies, Id.Nu.417. b without mind, ἀνόητα καὶ ἄνευ ζωῆς Plot.5.5.1. III Adv. -τως Ar.Lys.518, Pl. R.336e, etc.; ἀ. διακεῖσθαι Lys.10.4: Sup. -ότατα D.C.44.35:—also ἀνο-ητεί, AB1327, An.Ox.2.313.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνόητος: -ον, ἀκατανόητος, ἀκατάληπτος, ἄφραστ’ ἡδ’ ἀνόητα Ὕμ. Ὁ. εἰς Ἑρμ. 80. 2) ὁ μὴ περιλαμβανόμενος εἰς τὸν κύκλον τῶν διανοημάτων, ἤτοι τῶν ἐνεργειῶν τοῦ νοῦ, νοήματα ὄντα ἀνόητα εἶναι Πλάτ. Παρμ. 132C· τῷ θνητῷ καὶ ἀν., μὴ ἔχοντι νοῦν, ὁ αὐτ. Φαίδων 80B. ΙΙ. ὁ μὴ ἐννοῶν, ἀνόητος, ἠλίθιος, μωρός, Λατ. amens, ineptus, Ἡρόδ. 1. 87., 8. 24· ὦ ἀνόητοι Ἀριστοφ. Λυσ. 572· ὦνόητε ὁ αὐτ. Σφ. 252· ἀντιτίθεται τῷ προνοητικός, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 9· συχν. παρὰ Πλάτ. τὸ ἀνόητον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν φράσιν τῷ νοῦν ἔχοντι: λογισάμενος οὖν εὕρισκεν ἐκ τῶν κατὰ φύσιν ὁρατῶν οὐδὲν ἀνόητον τοῦ νοῦν ἔχοντος ὅλον ὅλου κάλλιον ἔσεσθαί ποτε ἔργον Πλάτ. Τίμ. 30Β· τὸ ἀν. [τῆς ψυχῆς] ὁ αὐτ. Πολ. 605Β. κτλ.: - ἐπὶ ζῴων, τὸ τῶν προβάτων ἦθος εὔηθες καὶ ἀν. Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 9. 3, 2, πρβλ. 37. 21. 2) οὕτως ἐπὶ πράξεων, διανοημάτων, κτλ.· ἀν. γνῶμαι Σοφ. Αἴ. 162· δόξαι Πλάτ. Φίλ. 12D· εὐχειρία Ἱππ. π. Ἄρθρ. 802· ἀν. καὶ κενὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 531· οἴνου ... καὶ τῶν ἄλλων ἀνοήτων Ἀριστοφ. Νεφ. 417. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -τως ὁ αὐτ. Λυσ. 518, Πλάτ., κλπ.· ἀνοήτως διακεῖσθαι Λυσίας 117. 24: ὡσαύτως ἀνοητεὶ Ἀν. Ὀξ. 2. 313: - Ὑπερθ. -ότατα Δίων Κ. 44. 35· -οτάτως Κύριλλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on ne saisit pas par l’esprit;
2 qui ne comprend pas, gén. ; abs. inintelligent, sot ; τὰ ἀνόητα sottises, folies.
Étymologie: ἀ, νοέω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inimaginable σάνδαλα ... ἄφραστ' ἠδ' ἀνόητα h.Merc.80.
2 lóg. impensable, no accesible para el pensamiento τὴν μὲν ἐᾶν ἀνόητον ἀνώνυμον (οὐ γὰρ ἀληθὴς ἔστιν ὁδός) Parm.B 8.17, de la divinidad, Dion.Ar.M.3.141A.
II 1carente de νοῦς o entendimiento νοήματα Pl.Prm.132c, ἀνόητος δὲ νοῦς οὐκ ἄν ποτε εἴη Plot.5.3.6, de los inteligibles, Plot.5.5.1
•subst. τὸ ἀνόητον la parte irracional del alma Pl.R.605b, Ti.30b, Phd.80b
•de un niño, Plu.Cat.Ma.8, de anim. Arist.HA 610b23
•c. gen. que no entiende θεοῦ Max.Tyr.41.5, τῆς φωνῆς Luc.Asin.44
•que no tiene inteligencia humana de Cristo, Gr.Thaum.Fid.C.ap.2.
2 insensato de pers. οὐδεὶς γὰρ οὕτω ἀνόητός ἐστι ὅστις πόλεμον πρὸ εἰρήνης αἱρέεται nadie es tan insensato que prefiera la guerra a la paz Hdt.1.87, cf. Hp.Ep.18, X.Mem.1.3.9, Lys.13.18, Isoc.5.19, Arist.EN 1173a2, op. φρόνιμος Gorg.B 11a.26, Chrysipp.Stoic.3.87, τοῖς ἄφροσι καὶ ἀνοήτοις Plu.2.22b, τῶν μὲν ἐμπλήκτων καὶ ἀνοήτων Plu.2.748d
•en voc. como un insulto ὦ ἀνόητοι Ar.Lys.572, ὦνόητε Ar.V.252
•subst. οἱ ἀ. S.Ai.162, Philol.B 14, Democr.B 75, Corp.Herm.1.23
•no cultivado, ajeno a la filosofía πλούτῳ ... κακῶς χρῶνται οἱ ἀνόητοι Chrysipp.Stoic.3.29
•de abstr. φιλονικίη Democr.B 237, δόξαι Pl.Phlb.12d, Corp.Herm.6.3, εὐχειρίη Hp.Art.35, ἀνόητον (ἐστί) c. inf., Th.6.11, Ar.Ra.530.
III adv. -ως
1 sin pensamiento βλέψαι ἀ. Plot.6.7.16.
2 estúpidamente Ar.Lys.518, Lys.10.14, Pl.R.336e, Isoc.12.155, X.Cyn.3.8.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and a derivative of νοιέω; unintelligent; by implication, sensual: fool(-ish), unwise.