γαλακτοειδής

From LSJ
Revision as of 07:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλακτοειδής Medium diacritics: γαλακτοειδής Low diacritics: γαλακτοειδής Capitals: ΓΑΛΑΚΤΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: galaktoeidḗs Transliteration B: galaktoeidēs Transliteration C: galaktoeidis Beta Code: galaktoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A like milk, milk-white, χρῶμα Placit.3.1.4.

German (Pape)

[Seite 471] ές, milchartig, Plut. plac. phil. 3, 1 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

γᾰλακτοειδής: -ές, ὅμοιος γάλακτι, ὡς γάλα λευκός, Παρμενίδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 574, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 10. 1, 16· πρβλ. γαλακτώδης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
semblable à du lait.
Étymologie: γάλα, εἶδος.

Spanish (DGE)

-ές
semejante a la leche τὰ καταμήνια Arist.HA 634b19, χρῶμα Plu.2.892e.

Greek Monolingual

-ές (Α γαλακτοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει στο χρώμα με το γάλα, ο γαλακτώδης
νεοελλ.
εκείνος που μοιάζει στη σύσταση με το γάλα.