πληθοειδής

From LSJ
Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πληθοειδής Medium diacritics: πληθοειδής Low diacritics: πληθοειδής Capitals: ΠΛΗΘΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: plēthoeidḗs Transliteration B: plēthoeidēs Transliteration C: plithoeidis Beta Code: plhqoeidh/s

English (LSJ)

ές,

   A having the form of plurality, Dam.Pr.45,al. Adv. -δῶς Olymp.in Phlb.p.284 S.    II numerous, Simp.in Ph.528.24.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. αυτός που δίνει την εντύπωση πλήθους, που φαίνεται πολύς
2. πολυάριθμος.
επίρρ...
πληθοειδῶς
με τρόπο που να παρέχεται η εντύπωση πλήθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλῆθος + -ειδής].