βληχωνίας
From LSJ
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ου, ὁ,
A prepared with pennyroyal, κυκεών Ar.Pax712.
German (Pape)
[Seite 449] κυκεών, aus Polei bereitet, Ar. Pax 696.
Greek (Liddell-Scott)
βληχωνίας: -ου, ὁ, ἐκ βλήχωνος παρεσκευασμένος, κυκεὼν Ἀριστοφ. Εἰρ. 712.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
préparé avec du pouliot.
Étymologie: βληχώ.
Spanish (DGE)
-ου
preparado con poleo εἴ γε κυκεῶν' ἐπιπίοις βληχωνίαν Ar.Pax 712.
Greek Monotonic
βληχωνίας: -ου, ὁ, παρασκευασμένος από φλισκούνι, σε Αριστοφ.