ἀντιπαρέχω

From LSJ
Revision as of 06:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπαρέχω Medium diacritics: ἀντιπαρέχω Low diacritics: αντιπαρέχω Capitals: ΑΝΤΙΠΑΡΕΧΩ
Transliteration A: antiparéchō Transliteration B: antiparechō Transliteration C: antiparecho Beta Code: a)ntipare/xw

English (LSJ)

   A furnish or supply in turn, Th. 6.21:—also in Med., X.Hier.7.12; supply mutual need, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP9.12 (Leon.).    2 cause in return, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα D.21.123.

German (Pape)

[Seite 257] (s. ἔχω), dagegen darreichen, wiedergeben, ersetzen, Thuc. 6, 21; Xen. Hier. 7, 12; Sp. auch im med., z. B. Leon. Al. 34 (IX, 12).

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρέχω: παρέχω καὶ αὐτὸς ἀφ’ ἑτέρου, Θουκ. 6. 21· ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπῳ, Ξεν. Ἱέρ. 7. 12, Ἀνθ. Π. 9. 12. 2) προξενῶ τι καὶ αὐτὸς ἐξ ἄλλου, τοὺς ἀντιπαρέξοντας πράγματα μισθώσασθαι Δημ. 555. 12.

French (Bailly abrégé)

1 fournir de son côté ou en échange;
2 être en retour cause de, acc..
Étymologie: ἀντί, παρέχω.

Spanish (DGE)

1 proporcionar a su vez, ofrecer a cambio o en compensación c. ac. de cosa ἱππικόν Th.6.21, πράγματα D.21.123, ἀσφαλῆ τὴν ἄνοδον D.C.74.7.4, ὅμοια Luc.Am.27, cf. Phalar.Ep.20, tb. en v. med. ἱκανὰς ψυχάς X.Hier.7.12, τοὐλλιπὲς ἀλλήλοις AP 9.12 (Leon.).
2 c. ac. de pers. retener en compensación αὐτόν de un niño BGU 1125.8 (I a.C.), PFouad 37.6 (I d.C.).

Greek Monolingual

ἀντιπαρέχω)
παρέχω με τη σειρά μου, ανταποδίδω
αρχ.
φρ. «ἀντιπαρέχω πράγματα» — δημιουργώ κι εγώ προβλήματα σε κάποιον.