δυσ-

From LSJ
Revision as of 17:44, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσ Medium diacritics: δυσ- Low diacritics: δυσ- Capitals: ΔΥΣ-
Transliteration A: dys̱- Transliteration B: dys- Transliteration C: dys- Beta Code: dus

English (LSJ)

insepar. Prefix, opp. εὖ,

   A un-, mis-, with notion of hard, bad, unlucky, etc., as δυσήλιος, δύσαγνος; destroying the good sense of a word, or increasing its bad sense: hence, joined even to words expressing negation, as δυσάμμορος, δυσανάσχετος; poet. in strong contrasts, as Πάρις Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος. Before στ, σθ, σπ, σφ, σχ, the final ς was omitted, v. δυστ-. (Cf. Skt. du[snull ]-, dur-, e.g. durmanās, = δυσμενής; ONorse tor-, e.g. torsóttligr (δύσμαχος); OIr. du-, do-, e.g. dochruth 'misshapen'.)

Greek (Liddell-Scott)

δῠσ-: ἀχώριστον προθεματικὸν μόριον, ἀντίθ. εὖ, ἀείποτε ἔχον τὴν ἔννοιαν τῆς δυσκολίας, δυστυχίας, κττ., ὡς δυσήλιος, δύσαγνος· ἀναιρεῖ δὲ τὴν καλὴν σημασίαν τῆς λέξεως ἢ ἐπαυξάνει τὴν κακήν· διὰ ταῦτα συντίθεται ἔτι καὶ μετὰ λέξεων περιεχουσῶν ἄρνησιν, ὡς δυσάμμορος, δυσάσχετος. Οἱ ποιηταὶ ἀγαπῶσι νὰ μεταχειρίζωνται αὐτὸ εἰς ἰσχυρὰς ἀντιθέσεις, ὡς Πάρις, Δύσπαρις, γάμος δύσγαμος, - ὥστε πολλάκις καταντᾷ σχεδὸν= ἀν- ἢ ἀ- στερητ.· - σύνθετα δὲ σχηματίζονται ὑπὸ τοὺς αὐτοὺς περιορισμοὺς, ὑφ’ οὓς καὶ μετὰ τοῦ εὖ (ἴδε ἐν λέξει). Πρὸ τῶν στ, σθ, σπ, σφ, σχ, τὸ τελικὸν σ παρελείπετο· ἴδε δυστ-. Πρβλ. Σανσκρ. dus-, dur-, π.χ. durmanâs = δυσμενής· Γοτθ. tuz- ἐν τῷ tuzverjan (=διακρίνεσθαι), Εὐαγγ. κ. Μᾶρκ. ια΄, 23), Παλαιο- Σκανδιν. tor-, ἐν τῷ torsóttligr (δύσμαχος)· Παλαιο-Γερμ. zur-, Γερμ. zer-).

Spanish (DGE)

(δῠσ-)
prefijo que indica negación.

• Etimología: Cf. ai. duṣ-, dur-, av. duš-, duž-, gót. tuz-, air. du, do-, arm. t-; prob. de la r. *dus- que en grado pleno da lugar a δεύομαι ‘necesitar’, ‘ser inferior’ < *δευσ-. ai. doṣa- ‘falta’.

English (Strong)

a primary inseparable particle of uncertain derivation; used only in composition as a prefix; hard, i.e. with difficulty: + hard, + grievous, etc.