ἀνθολογία
Οὐκ ἔστιν αἰσχρὸν ἀγνοοῦντα μανθάνειν → Non est inhonestum ea, quae nescis, discere → nicht schändlich ist's, dass einer lernt, was er nicht weiß
English (LSJ)
ἡ,
A flower-gathering, Luc.Pisc. 6.
German (Pape)
[Seite 233] ἡ, das Blumensammeln, Luc. Pisc. 6, Blumenlese, der Name von Sammlungen kleinerer Gedichte, meist Epigramme, deren Namen erkl. Meleager's Einleitungsgedicht zu seiner Blumenlese (Pal. IV, 1), wo er einen Kranz von Dichtern, jeden mit einer Blume vergleichend, flicht.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνθολογία: ἡ, συλλογὴ ἀνθέων, Λουκ. Ἁλ. 6. - Ἀνθολογίαι ἐκλήθησαν συλλογαὶ μικρῶν Ἑλληνικῶν ποιημάτων (ἰδίως ἐπιγραμμάτων) ὑπὸ διαφόρων συγγραφέων, ἅπερ οἱ ἐκδόντες συνέλεξαν καὶ συνήρμοσαν εἰς ἓν ὅλον, ἐν εἴδει ἀνθοδέσμης. Ἡ πρώτη ἐγένετο ὑπὸ Μελεάγρου (Ἀνθ. Π. 4. 1)· ἔπειτα ἦλθεν ἡ ὑπὸ Φιλίππου τοῦ Θεσσαλονικέως, ἀκολούθως ἡ ὑπὸ τοῦ Ἀγαθίου· ἔχομεν ὡσαύτως καὶ τὴν ὑπὸ Κωνσταντίνου Κεφαλᾶ (πρότερον καλουμένην Βατικανήν, ἤδη δὲ Παλατίνην) καὶ τὴν ὑπὸ Μαξίμου Πλανούδη.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
recueil de pièces de vers choisies, anthologie.
Étymologie: ἀνθολογέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ acción de recoger flores Luc.Pisc.6.
Greek Monolingual
η (ΜΑ ἀνθολογία)
νεοελλ.
συλλογή εκλεκτών ποιητικών ή πεζών κειμένων μιας εποχής, ενός τόπου ή ενός συγγραφέα
αρχ.
συλλογή λουλουδιών.