ἀσυγκρότητος

From LSJ
Revision as of 06:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (6)

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκρότητος Medium diacritics: ἀσυγκρότητος Low diacritics: ασυγκρότητος Capitals: ΑΣΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asynkrótētos Transliteration B: asynkrotētos Transliteration C: asygkrotitos Beta Code: a)sugkro/thtos

English (LSJ)

ον,

   A v. ἀξυγκρότητος.

German (Pape)

[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκρότητος: -ον, ἴδε ἀξυγκρότητος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu’on prend n’importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: ἀ, συγκροτέω.

Spanish (DGE)

v. ἀξυγκρότητος.

Greek Monolingual

-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.