ἐνδεικνύω
From LSJ
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
English (LSJ)
v. ἐνδείκνυμι.
Spanish (DGE)
I tr.
1 jur. denunciar por escrito, c. ac., part. pred. y dat. ἐγὼ τὸν ἄνδρα τοῦτον ἐνδεικνύω ὑμῖν σῖτόν τε εἰς τοὺς πολεμίους εἰσαγαγόντα And.2.14
•abs. presentar denuncias D.58.45.
2 mostrar τὰ πράγματα S.E.M.7.161, c. ac. y part. pred. ἡ μνήμη ... τοὺς τύπους ... ζῶντας ... ἐνδεικνύει Bas.Anc.Virg.M.30.735A.
II intr. en v. med. mostrarse c. part. pred. del suj. ἂν δέ μοι φρενιτικοῦ τόνους ἔχων ἐνδεικνύῃ Arr.Epict.2.15.3.