ἐγκυτί
From LSJ
To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)
English (LSJ)
Adv., (κύτος)
A to the skin, ἐγκυτὶ κεκαρμένος close shaven, Archil.37, cf. Call.Fr.311. [ῐ Archil., ῐ Call.]
German (Pape)
[Seite 711] bis auf die Haut (κύτος), ἐγκυτὶ κεκαρμένος Archil. 22; Callim. frg. 311.
Spanish (DGE)
(ἐγκῠτί)
• Prosodia: [-ῑ Archil.119; -ῐ Call.Fr.281]
adv. al ras, hasta la piel, al cero χαίτην ἀπ' ὤμων ἐ. κεκαρμένος Archil.l.c., τὺ δ' ἐ. τέκνον ἐκέρσω Call.l.c., cf. Hsch., Sud.
Greek Monolingual
ἐγκυτί επίρρ. (Α)
φρ. «ἐγκυτὶ κεκαρμένος» — κουρεμένος ώς το δέρμα, κουρεμένος τελείως.