αἱρετός

From LSJ
Revision as of 17:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἱρετός Medium diacritics: αἱρετός Low diacritics: αιρετός Capitals: ΑΙΡΕΤΟΣ
Transliteration A: hairetós Transliteration B: hairetos Transliteration C: airetos Beta Code: ai(reto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A that may be taken or conquered, δόλῳ Hdt.4.201; to be understood, Pl.Phd. 81b.    II (αἱρέομαι) to be chosen, eligible, opp. φευκτός, Pl.Phlb. 21d sq., Arist.EN1097a32, etc.: freq. in Comp. or Sup., Hdt.1.126, 156, al.; ζόης πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος A.Fr.401.    2 chosen, elected, esp. opp. κληρωτός, Isoc.12.154, Pl.Lg.759b, Arist.Pol.1294b9, cf. Pl.Lg.915c, Aeschin.3.13; αἱ. βασιλῆς Pl.Mx.238d; τυραννίς Arist.Pol.1285a31:—αἱ. ἄνδρες commissioners, Plu.Lyc.26. οἱ αἱ. X. An.1.3.21: = Lat.optiones, Lyd.Mag.1.46.    3 that may be chosen, opp. αἱρετέος (q.v.), Chrysipp.Stoic.3.22.

Greek (Liddell-Scott)

αἱρετός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. ὅ,τι δύναται νὰ καταληφθῇ ἢ κυριευθῇ, δόλῳ, Ἡροδ. 4. 201: νὰ κατανοηθῇ, Πλάτ. Φαίδων 81Β. ΙΙ. (αἱρέομαι), ὁ δυνάμενος νὰ ἐκλεχθῇ, ἐκλέξιμος, ἐπιθυμητός, ἀντίθ. τῷ φευκτός, Πλάτ. Φίλ. 21D καὶ ἑξ., Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1, 7, 4, καὶ ἀλλ., συχν. κατὰ συγκρ. ἢ ὑπερθ. Ἡρόδ. 1. 126, 156, καὶ ἀλλ., ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, Μενάνδ. Μονόστιχον 193 (Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 395), κτλ. 2) αἱρεθείς, ἐκλεχθείς, δικασταὶ αἱρ. κατ’ ἀντίθ. τῷ κληρωτοί, Πλάτ. Νόμ. 759Β, πρβλ. 915C. Αἰσχίν. 58. 6· αἱρ. βασιλεῖς, Πλάτ. Μενέξ. 238D· αἱρετὴ ἀρχή, ἀρχή, ἀξίωμα, οὗ ὁ ἄρχων δι’ ἐκλογῆς ὁρίζεται, Ἰσοκρ. 265Α. Ἀριστ. Πολ. 2. 12, 2· πρβλ. χειροτονητός: ― αἱρετοὶ ἄνδρες, ἐπίτροποι, Πλουτ. Λυκοῦργ. 26· ― οἱ αἱρετοί, Ξεν. Ἀν. 1. 3, 21· ὡσαύτως οἱ optiones ἢ accensi ἐν τῷ Ρωμαϊκῷ στρατῷ, Ἰω. Λυδ. περὶ Ἀρχ. 1. 46.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
I. (αἱρέω prendre);
1 qui peut être pris;
2 fig. qui peut être compris;
II. (αἱρέομαι choisir);
1 choisi, élu : αἱρετὴ ἀρχή magistrature élective ; οἱ αἱρετοί hommes choisis ou élus (pour une délégation), délégués, commissaires;
2 qu’on peut ou qu’on doit choisir, souhaitable.
Étymologie: αἱρέω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1elegido esp. op. κληρωτός Pl.Lg.759b, Isoc.12.153, Arist.Pol.1294b9, SEG 24.157.9 (Atenas III a.C.), D.C.42.22.2, Aeschin.3.13, αἱρετοὶ βασιλέες op. ἐκ γένους Pl.Mx.238d, τυραννίς Arist.Pol.1285a31, ἀρχή App.BC 1.4, οἱ αἱρετοὶ ἄνδρες comisionados X.An.1.3.21, Plu.Lyc.26, de los tresuiri agris diuidendis App.BC 1.9
lat. optiones suboficiales de rango inferior a centurión, Lyd.Mag.1.46.
2 que puede ser elegido o aceptado, deseable Pl.Phlb.21d, Arist.EN 1097a32, Ptol.Iudic.17.6
op. φευκτός Plb.6.47.2, 30.6.4
op. αἱρετέος aquello cuya elección se impone Chrysipp.Stoic.3.22
en compar. preferible αἱρετώτερος θάνατος δόξης αἰσχρᾶς Gorg.B 11.a.35, ὑπαιθρίῳ δέ μοι ... ἐστὶν αἱρετώτερον ἑστηκέναι Men.Mis.A13, cf. Democr.B 251, A.Fr.466, Hdt.1.126, Ar.Eq.84.
II 1que puede ser conquistado κατὰ μὲν τὸ ἰσχυρὸν οὐκ αἱρετοὶ εἶεν, δόλῳ δὲ αἱρετοί Hdt.4.201.
2 que puede ser comprendido, comprensible νοητὸν καὶ φιλοσοφίᾳ αἱρετόν Pl.Phd.81b, cf. X.Mem.1.1.7.
III adv. -ῶς voluntariamente, a elección Ephr.Syr.3.432F.

Greek Monotonic

αἱρετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του αἱρέω,
I. αυτός που μπορεί να καταληφθεί ή να κυριευθεί, σε Ηρόδ.· αυτό που μπορεί να κατανοηθεί, σε Πλάτ.
II. 1. (αἱρέομαι), αυτός που μπορεί να εκλεχθεί, εκλέξιμος, κατάλληλος, άξιος, αυτός που διαθέτει τα προσόντα, στον ίδ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος, σε Μένανδρ.
2. επιλεγμένος, εκλεγμένος, σε Πλάτ. κ.λπ.