ἀκκιστικός

From LSJ
Revision as of 06:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκκιστικός Medium diacritics: ἀκκιστικός Low diacritics: ακκιστικός Capitals: ΑΚΚΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: akkistikós Transliteration B: akkistikos Transliteration C: akkistikos Beta Code: a)kkistiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to be coy, Eust.1727.28.

German (Pape)

[Seite 73] zur Verstellung geneigt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκκιστικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ προσποιπῆται τὸν σεμνὸν ἢ αἰσχυντηλόν, Εὐστ. 1727. 28.

Spanish (DGE)

-ή, -όν dado a la gazmoñería Eust.1727.28.

Greek Monolingual

ἀκκιστικός, -ή, -όν (Μ) ἀκκίζομαι
αυτός που προσποιείται τον σεμνό ή τον αδιάφορο για κάτι.