ἀλληλομαχία
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
English (LSJ)
ἡ,
A mutual fight, Sch.Il.3.443.
German (Pape)
[Seite 102] gegenseitiger Kampf, Schol. Il. 3, 443.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλληλομᾰχία: ἡ, ἀμοιβαία μάχη, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 443.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ rivalidad Ἔρωτος Sch.Il.3.443.
Greek Monolingual
η (Μ ἀλληλομαχία) ἀλληλομάχος
νεοελλ.
(ειδικά) διαμάχη ανάμεσα σε δύο αντίθετες ομάδες της ίδιας οικογένειας ή εθνότητας, οικογενειακός σπαραγμός, εμφύλιος πόλεμος
μσν.
αμοιβαία μάχη, αμοιβαίος πόλεμος.