ἀλετρεύω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
fut. -εύσω, Lyc.159, strengthd. from ἀλέω,
A grind, Od.7.104, Hes.Fr. 264, A.R.4.1095, Babr.129.
German (Pape)
[Seite 93] mahlen, Hom. einmal, Od. 7, 104; übh. zermalmen, Ap. Rh. 4, 1094; Lycophr. 159.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλετρεύω: μέλλ. -εύσω, ἐκτεταμένος τύπος ἐκ τοῦ ἀλέω = ἀλέθω, Ὀδ. Η. 104.
French (Bailly abrégé)
moudre.
Étymologie: ἀλέω.
English (Autenrieth)
grind, Od. 7.104†.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
moler μύλης ἔπι μήλοπα καρπόν Od.7.104, cf. Hes.Fr.337, Nonn.D.20.242, χαλκόν A.R.4.1095, πέτραν Lyc.159, πυρόν Babr.129.5 (cj.).
Greek Monolingual
(I)
ἀλετρεύω (Α) ἀλετρίς
αλέθω.———————— (II)
οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του -ο- σε -ε- και ανομοιωτική τροπή του -ρ- σε -λ-.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής].