ἀνδριαντοειδής
From LSJ
English (LSJ)
ές,
A like a statue, Aethlius1.
German (Pape)
[Seite 217] ές, einer Statue ähnlich, Clem. Al.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδριαντοειδής: -ές, ὅμοιος ἀνδριάντι, Κλήμ. Ἀλ. 40.
Spanish (DGE)
-ές en forma de estatuilla Aethlius 3.