ἀποπλέκω

Revision as of 06:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ -ονται Zos. Alch.p.110B.: esp. in pf. part. -πεπλεγμένος, η, ον, divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.

Spanish (DGE)

1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).

Greek Monolingual

(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.