πρᾶγμα

From LSJ
Revision as of 19:15, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3b)

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρᾶγμα Medium diacritics: πρᾶγμα Low diacritics: πράγμα Capitals: ΠΡΑΓΜΑ
Transliteration A: prâgma Transliteration B: pragma Transliteration C: pragma Beta Code: pra=gma

English (LSJ)

ατος, τό, Ion. πρῆχμα Schwyzer 688 B16, C5 (Chios, v B. C.), GDI5598.4 (Ephesus); also πρῆγμα Hdt.5.33, al., but Hdt. perh. wrote πρῆχμα, which is v. l. in 1.133 ap.Ath.4.144a (cod. A), and in 3.49,57 (POxy.1619.326,379); cf. πρήχματος οὐχ ὁσίου imitated from Hdt. in Epigr.Gr.1092 (Erechtheum): (πράσσω):—

   A deed, act, the concrete of πρᾶξις, but freq. approaching to the abstract sense, Thgn.116, al.; opp. λόγοι, D.2.12, etc.; πραγμάτων ὀρθὰν ὁδόν Pi.O. 7.46; γυναίου π. ἐποίει did the act of a woman, D.25.57, cf. 18.24, etc.    II occurrence, matter, affair, πᾶσαν τελευτὰν πράγματος Pi.O. 13.75, cf. P.4.278; τί τοῦδε σοὶ μέτεστι π. λέγε A.Eu.575, cf. 584; π. τοιόνδε συνηνείχθη γενέσθαι Hdt.5.33, cf. 9.92, Th.2.64; ἐς μέσον σφι προετίθεε τὸ π. Hdt.1.206; τί δ' εἰδὼς τοῦδε π. πέρι; S.Aj.747 codd.; τὸ π. εἰς ὑπέρδεινόν μοι περιέστη D.21.111; ὁρᾶτε τὸ π., οἷ προελήλυθε κτλ., Id.4.9, cf. 8.7.    2 thing, concrete reality, ἆρ' ἔστιν αὔλησίς τι π.; Epich.171.1; opp. ὄνομα, Pl.Cra.391b, 436a, And.4.27; δύο π . . . τοιάδε, οἷον Κρατύλος καὶ Κρατύλου εἰκών Pl.Cra.432b; ὡς ἀργαλέον π. ἐστίν c. inf., Ar.Pl.1; οὐδὲ π. οὐθέν ἐστι παρὰ τὰ μεγέθη . . τὰ αἰσθητὰ κεχωρισμένον Arist. de An.432a3, cf. Mete.379a32, Ph.226b30, 227b28; διαμάχονται περὶ τοῦ λευκὸν ἢ μὴ λευκὸν εἶναι τὸ π. Plu.2.1109d, cf. 1112d; ἐξ ἀζωΐας καὶ ζωῆς συγκείμενον π. Porph.Sent.21 : pl., τῶν π. ἀΐδιος ἔσσα Philol.6, cf. Democr.164, Arist.Xen.974a25, Pol.1252a24; τὰ μετέωρα π. Ar.Nu.228, cf. 250, 741; opp. ὀνόματα, Pl.Cra.39oe, D.9.15.    b contemptuously, thing, creature, κακῷ πράγματι wretched creature, viz. the sophist, Pl.Prt.312c; τούτῳ τῷ π., viz. the demos, Id.Grg.520b; ὁ δῆμος ἀσταθμητότατον π. D.19.136; ἄμαχον π., of a woman, X. Cyr.6.1.36.    3 like πρᾶξις 1.2, ὄφελος 1, in Hdt., πρῆγμά ἐστι or ἐστί μοι, c. inf., it is advantageous for me, εὕρισκε π. οἱ εἶναι ἐλαύνειν 1.79, cf. 4.11: with a neg., εὕρισκέ οἱ οὐ π. εἶναι στρατεύεσθαι Id.7.12: also c. acc. et inf., οὐδὲν ἂν εἴη π. γνώμας ἐμὲ σοὶ ἀποφαίνεσθαι there will be no advantage or need, Id.1.207; π. ἂν ἦν μοῦνον the only thing needful, Id.7.130.    4 thing of consequence or importance, π. ποιήσασθαι [τι] ib.150; π. οὐδὲν ἐποιήσαντο Id.6.63; οὐδὲν π., ὦ Σώκρατες no matter, S., Pl.Grg.447b, cf. E.Med.451; ὡς . . οὐδὲν ὂν π., εἰ καὶ ἀποθάνοι Pl.Euthphr.4d; δῆλον ἦν ὅτι π. τι εἴη that there was something the matter, X.An.4.1.17.    b π. ἐστί μοι it concerns me, σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοισι εἶναι οὐδὲν π. they had nothing to do with the A., Hdt.5.84, cf. D.18.283; ᾧ μὴ π. μὴ εἰσίναι no admittance except on business, Sammelb.6152.22 (i B. C.): c. gen. rei, οἷς μηδὲν ἦν π. τοῦ πολέμου who were not concerned in the war, Plu.Pomp.65; τὸ σὸν τί ἐστι π.; what is your pursuit or business, what are you about? Pl. Ap.20c, cf. Alc.1.104d.    c μέγα π. a man of consequence, D.35.15; τὸ μέγα π. ἐν τῇ πόλει Men.Sam.175; ἦν μέγιστον π. Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ he was made much of by the king, Hdt.3.132; π. μέγα φρέατος a fine large tank, Alex.179.    5 used of a battle, action, affair, ὡς οἱ σωθέντες ἐκ τοῦ π. ἀπέφυγον X.HG7.1.17.    6 τὸ π. the love-affair of Harmodius and Aristogeiton, Aeschin.1.132.    7 fact, opp. λόγος, ὄνομα, Arist. Top.146a3, SE175a8; πρὸς τὸ π. καὶ τὴν ἀλήθειαν Id.Ph.263a17: pl., οὐκ ἐχρῆν τῶν π. τὴν γλῶσσαν ἰσχύειν πλέον E.Hec.1188.    8 matter in hand, question, Hp.Acut.39; πρὸς τὸ π. Pl.Men.87a, Arist.APr.70a32, D.54.26; διαιρεῖν κατὰ τὸ π. Arist. Pol.1299b18; ἔξω τοῦ π., v. ἔξω 1.2b.    III in pl., πράγματα,    1 circumstances, affairs, τὰ ἀνθρωπήϊα π. Hdt.1.207; ἐν εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς π. Th.3.82, cf. 1.89; τοῖς π. τέθνηκα τοῖς δ' ἔργοισιν οὔ by circumstances, not by acts, E.Hel.286; ἐν τοιούτοις π. X.Mem.2.7.2, An.2.1.16, etc.; δεινὸς πράγμασι χρῆσθαι D.1.3, cf. X.HG3.5.1; τύχη τὰ θνητῶν πράγματ', οὐκ εὐβουλία Chaerem.2; ἀποτυγχάνειν τῶν π. fail to prosper, X.Mem.4.2.28; the condition of a patient, τὰ τῶν νοσεύντων π. Hp.Prog.1 (also in sg., ἐξαπίνης ὅλῳ τῷ π. μεταβάλλειν Id.Acut. 35; so also poet., ποῦ ποτ' εἰμὶ πράγματος; S.Tr.375, cf.Aj.314).    2 state-affairs, τὰ πολιτικὰ π. Pl.Ap.31d; ἔστ' ἐν ἡμῖν τῆς πόλεως τὰ π. the fortunes of the state, Ar.Lys.32; a state or empire, τὰ Περσικὰ π. the Persian power, Hdt.3.137; τὰ Περσέων π. Id.7.50, etc.; διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν π. A.Pers.714; ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ π. ἐγένετο Th.1.74; μὴ ὥσπερ θεῷ νομίζετ' ἐκείνῳ τὰ παρόντα πεπηγέναι π. ἀθάνατα D.4.8, cf. 44, etc.; παρασπάσασθαί τι τῶν ὅλων π. Id.1.3; of government, καταλαμβάνειν τὰ π. Hdt.6.39, cf. Th.3.30 (Pass.); ἔχειν τὰ π. ib.62,72, cf. Hdt.6.83; κατέχειν τὰ π. Th.4.2; ἐς μέσον Πέρσῃσι καταθεῖναι τὰ π. Hdt.3.80; οἱ ἐν τοῖς π. those who are in power or office, Th.3.28, D.9.56, Arist.Pol.1307b10; οἱ ἐπὶ τοῖς π. ὄντες D.9.2; οἱ ἐπὶ τῶν π. Id.18.247, cf. Plb.3.69.4, LXX 1 Ma.3.32; ἐν τυραννίδι καὶ πλούτῳ καὶ πράγμασι Plu.2.150c; τριῶν ἀνδρῶν δημοσίων π. ἀποκαταστάσεως, = Lat. triumvir reipublicae constituendae, Sammelb. 4224.2 (i B. C.); κοινωνοὶ τῶν π. X.HG2.3.17; νεώτερα π. innovations, Lys.13.6, Isoc.7.59, etc., cf. Hdt.5.19; but εὐνούστατος τοῖς π. a friend to things as they are, Lys.12.65.    3 fortunes, cause, circumstances, Hdt.7.236, 237; κοινὰ π. E.IT1062; τέρας γὰρ ὁ βίος καὶ τὰ π. ἐστί μου Id.Hel.260; ἔρρει τἀμὰ π. X.Smp.1.15, cf. E.Alc.280: τὰ π. alone, one's all, one's fortunes, ἐν ᾧπέρ ἐστι πάντα μοι τὰ π. Ar.Ach. 474; = κτήματα, Hp. (Lex5?) ap.Erot.: in sg., φαῦλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν π. Pl.Hp.Ma.286e, cf. Cri.53d, Ap.42a.    4 business, esp. lawbusiness, πρός τινα Antipho 6.12, Th.1.128; οὔτε ἐμαυτοῦ οὔτε ἀλλότρια π. πράξας Lys.12.3; δικῶν γὰρ οὐ δέομ' οὐδὲ πραγμάτων Ar.V.1426; πράγματα κἀντιγραφάς Id.Nu.471 : metaph. in sg., πονηρὸν τὸ π. ἔχειν to have a bad case, Arist.Rh.1415b22.    5 in bad sense, trouble, annoyance, ἁπάντων αἰτίους τῶν π. Ar.Ach.310; πρήγματα ἔχειν, c. part., to have trouble about a thing, Hdt.7.147, cf. Pl.Tht.174b, etc.; π. ἔχειν ἐν τῷ δείπνῳ X.Cyr.1.3.4, etc.; π. λαμβάνειν Id.Lac.2.9; π. παρέχειν τινί to cause one trouble, Hdt.1.155, Ar.Pl.20, al.: c. inf., cause one the trouble of doing, Pl.Phd.115a, X.Cyr.4.5.46, Ar.V.313; πραγμάτων . . ἀπαλλαγείς Id.Ach.269 (lyr.), cf. Pl.Ap.41d, R.406e; ἄνευ πραγμάτων, σὺν πράγμασι, D.1.20, X.An.6.3.6: less freq.in sg., μηδὲν πρῆγμα παρέχειν Hdt.7.239.

German (Pape)

[Seite 692] τό, ion. πρῆγμα, sehr häufig bei Her., das Gethane, Geschehene. die That, das Geschäft; τελευτὰν πράγματος, Pind. Ol. 13, 75; πράγματι παντὶ τιμὰν φέρειν, P 4, 278; τί σοι πέπρακται πρᾶγμα πλὴν τεύχειν κακά, Aesch. Eum. 122; τί τοῦδέ σοι μέτεστι πράγματος; 545; πρᾶγμ' ἀνὴρ πράσσων μέγα, Soph. El. 312; τὸ γὰρ πρᾶγμ' οὔτ' ἔδρασα, Ant. 239; übh. Sache, τί δ' εἰδὼς τοῦδε πράγματος πέρι, Ai. 734; φράσον μοι πρᾶγμ', ὅτῳ σ' ἐνύβρισαν, Phil. 342; ποῦ ποτ' εἰμὶ πράγματος; in welcher Lage, welchem Unglück? Trach. 374; vgl. ὁρᾷς τἀμὰ πράγματ' ὡς ἔχει, Eur. Alc. 281; ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα, ich habe damit Nichts zu schaffen, kümmere mich nicht darum, Med. 451; κοινὰ πρἀγματα, Staatsangelegenheiten, das allgemeine Beste, I. T. 1062, u. so öfter, ἐν ἡμῖν ἐστι τῆς πόλεως τὰ πράγματα, Ai. Lys. 82, τὰ πρήγματα τῶν Ἑλλήνων, das Staatsw, sen, die politische Macht. daz politische Interesse der Hellenen, Her. 7, 236. 237. 8, 136; so auch τὰ Περσικὰ πρήγματα, 3, 137, wie Aesch. Pers. 711 sagt διαπεπ όρθηται τὰ Περσῶν πράγματα, die Staatsmacht; καταλαμβάνειν τὰ πράγματα, ἔχειν τὰ πρ., Thuc. 3, 30. 62. 72; οἱ ἐν τοῖς πράγμασιν, die, welche die Verwaltung des Staates in Händen haden, an den Staatsgeschäften Theil haben, 3, 28, wie Dem. 9, 56, πράττειν τὰ πολιτικὰ πράγματα, Plat. Apol. 31 d; ἐπιθέσθαι τοῖς ἐκεῖ πράγμασιν, Alc. I, 105. c. – Anders νεώτερα πράγματα ἐν τῇ πόλει γενέσθαι, Neuerungen, Lys. 13, 6, νεωτέρων ἐπιθυμοῦντες πραγμάτων, Xen. Hell. 5, 2, 9; – πράγματα παρέχειν τινί, Einem Mühe und Noth machen, Einem zu schaffen machen, Ar. Av. 931; Her. 7, 239; vgl. πάντα πράγματα παρέχειν τῷ σύζυγι, Plat. Phaedr. 254 a, u. öfter; Xen. An. 4, 1, 22; auch χώρᾳ, 1, 1, 11; u. πράγματα παρέχουσιν οἱ ἵπποι ἐπιμέλεσθαι, Cyr. 4, 5, 46; πράγματα ἔχειν, Noth haben, geplagt sein, Plat. Gorg. 467 d; πράγματ' ἔχει διερευνώμενος, Theaet. 174 b; vgl. Her. 7, 147; Xen. Cyr. 1, 4, 5 u. öfter; auch εἰς πράγματα ἐμβάλλειν τινά, Luc. Tim. 39. – Ueberh. eine Sache, die nothwendig oder nützlich ist, worauf Etwas ankommt; πρᾶγμά ἐστί μοι, mit folgendem infin., es kommt darauf an, es ist angemessen, rathsam, opus est, Her. 4, 11. 7, 12, vgl. 1, 17. 79. 207. 7, 13; und οὐδὲν πρᾶγμα, es ist keine Sache, worauf es ankommt, es ist Nichts daran gelegen, Plat. Gorg. 447 b Conv. 198 e u. öfter; εἰ έν ἑτέραις συλλαβαῖς ἢ ἐν ἑτέραις τὸ αὐτὸ σημαίνει, οὐδὲν πρᾶγμα, Crat. 393 d; ἐμοὶ οὐδὲν πρᾶγμα φύρεσθαι πρὸς τὸν ἄνθρωπον, Hipp. mai. 291 a; Xen. An. 6, 4, 8 ὅτι οὐδὲν εἴη πρᾶγμα, es habe Nichts zu bedeuten. Auch διομνύμενος μηδὲν εἶναι σοὶ καὶ Φιλίππῳ πρᾶγμα, Dem. 18, 283, du habest Nichts mit dem Philipp zu schaffen, u. öfter; – πρῆγμα ποιεῖσθαί τι, Etwas zu einer Sache von Bedeutung machen, es als eine Sache von Wichtigkeit nehmen, behandeln, darauf achten, Her. 7, 150; πρῆγμα οὐδὲν ποιεῖσθαι, Nichts daraus machen, nicht darauf achten, 6, 63; eben so οἷς μηδὲν ἦν πρᾶγμα τοῦ πολέμου, die sich um den Krieg nicht kümmerten, Plut.; ὅτι πρᾶγμά τι εἴη, ein schlimmer Punkt, ein Hinderniß, Xen. An. 4, 1, 17. – Zuweilen auch von einzelnen Personen od. Dingen, μέγα πρᾶγμα, ein großes Ding, Stück, sowohl von Menschen (Dem. 35, 15) als Thieren (vgl. Alexis bei Ath. III, 123 e, πρᾶγμα δ' ἐστί μοι μέγα φρέατος); πονηρὸν. τὸ πρᾶγμα, das ist ein schlimmes Ding; daher ἦν μέγιστον πρῆγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, er war ein großes Ding beim Könige, galt viel bei ihm, Her. 3, 132; ἄμαχον πρᾶγμα, von einem Weibe, Xen. Cyr. 6, 1, 36. – Ganz allgemein, der Zustand, vgl. πράσσω, τὸ σὸν τί ἐστι πρᾶγμα; was ist deine Sache, wie steht es mit dir? Plat. Apol. 20 c; φαῦλον γὰρ ἂν εἴη τὸ ἐμὸν πρᾶγμα, es stände ja sonst schlecht mit mir, Hipp. mai. 286 e; ἐν τοιούτοις πράγμασιν ὄντες, in solcher Lage, Xen. An. 2, 1, 16; bes. vom Unglück, ἀδύνατον τοσούτους τρέφειν ἐν τοιούτοις πράγμασιν, Mem. 2, 7, 2; οὔτ' εἰ ἀγαθῷ, οὔτ' εἰ κακῷ πράγματι, etwas Gutem oder Bösem, Plat. Prot. 312 c, u. öfter so, wo wir Deutschen das Neutrum des Adject. substantivisch brauchen. – Bei Pol. ist πράγματα oft opes, Macht, πραγμάτων ἱκανῶν κύριος, 1, 2, 5 u. sonst; ἐπέστη ἐπὶ τὰ πράγματα, 5, 41, 2; ἐδέξατο τὰ πράγματα, rerum potitus est, Plut. Pomp. 5.