οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Full diacritics: ἄτοιχος | Medium diacritics: ἄτοιχος | Low diacritics: άτοιχος | Capitals: ΑΤΟΙΧΟΣ |
Transliteration A: átoichos | Transliteration B: atoichos | Transliteration C: atoichos | Beta Code: a)/toixos |
ον,
A unwalled, E.Ion1133, D.C.74.4.
ος, ον :
sans mur, sans clôture.
Étymologie: ἀ, τοῖχος.
-ον
no murado, sin muro περιβολή E.Io 1133, οἴκημα D.C.74.4.2.
-η, -ο (Α ἄτοιχος, -ον)
ο χωρίς τοίχους.