γλωσσοτέχνης

From LSJ
Revision as of 06:40, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund

Menander, Monostichoi, 558
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλωσσοτέχνης Medium diacritics: γλωσσοτέχνης Low diacritics: γλωσσοτέχνης Capitals: ΓΛΩΣΣΟΤΕΧΝΗΣ
Transliteration A: glōssotéchnēs Transliteration B: glōssotechnēs Transliteration C: glossotechnis Beta Code: glwssote/xnhs

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A tongue-artificer, opp. χειροτέχνης, D.Chr.7.124 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

γλωσσοτέχνης: -ου, ὁ, ὁ γλῶσσαν ἔχων τεχνικήν, ὁ τεχνίτης περὶ τὴν χρῆσιν τῆς γλώσσης, Βυζ., Δ. Χρυσ. 1, 265.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ hábil en servirse de la lengua γλωσσοτέχνας δὲ καὶ δικοτέχνας οὐδεμία ἀνάγκη (γενέσθαι) D.Chr.7.124.

Greek Monolingual

γλωσσοτέχνης, ο (Μ)
αυτός που μιλάει ή γράφει με επιμελημένο ύφος.