διασκέπτομαι

From LSJ
Revision as of 07:04, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (9)

ἁλῶν δὲ φόρτος ἔνθεν ἦλθεν, ἔνθ' ἔβη → light come, light go | easy come, easy go

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διασκέπτομαι Medium diacritics: διασκέπτομαι Low diacritics: διασκέπτομαι Capitals: ΔΙΑΣΚΕΠΤΟΜΑΙ
Transliteration A: diasképtomai Transliteration B: diaskeptomai Transliteration C: diaskeptomai Beta Code: diaske/ptomai

English (LSJ)

   A = διασκοπέω, Luc.Vit.Auct.27, VH2.18.

German (Pape)

[Seite 602] dep. med., 1) genau betrachten, erwägen; Eur. Cycl. 554; λόγον Plat. Theaet. 168 e, u. öfter; πρὸς ἑαυτόν, bei sich, Charmid. 160 e; πάντα διεσκέφθαι, pass., Ar. Th. 687. – 2) sich rings umsehen, Xen. Cyn. 9, 3. – S. διασκοπέω.

Greek (Liddell-Scott)

διασκέπτομαι: μεταγεν. τύπος τοῦ διασκοπέω, Λουκ. Β. Πρ. 27, Ἀληθ. Ἱστ. 18.

French (Bailly abrégé)

f. διασκέψομαι, etc.
examiner à fond, acc..
Étymologie: διά, σκέπτομαι.

Spanish (DGE)

1 mirar detenidamente, inspeccionar, examinar atentamente (οἶνον) E.Cyc.557, ἅπαντα ... καλῶς Ar.Th.687, τὰς ἐπιστολάς D.H.5.8, αὐτῶν μίαν (νῆσον) Philostr.VA 7.25
vigilar c. or. complet. διασκεψάμεναι μὴ ὁρῶνται ὑπό τινος X.Cyn.9.3.
2 considerar con cuidado, estimar, indagar νόμους Hdt.3.38, πάντα Hp.Acut.(Sp.) 22, τὸν λόγον Pl.R.351a, τὰ δίκαια X.HG 3.1.24, θάτερον μέρος Aristox.Harm.25.7, τὰ μέρη Ph.1.471, τά τ' ἄλλα περὶ ἐχθρῶν Plu.2.86c, c. interr. ind. περὶ ἧς εἰ φαύλως ἢ μὴ φαύλως Arist.Pol.1272a26, πῶς πρὸς ἡμᾶς αὐτοὺς τυγχάνουσιν ἔχοντες Anaximen.Rh.1436b18, πρὸς ἐμαυτὸν ... πῶς ἄν ... I.AI 11.334, cf. Phld.Mus.4.38.1, Gr.Naz.M.37.816A, IEphesos 1324.12 (VI d.C.)
abs. recapacitar, reflexionar πρὸς ἑαυτόν Pl.Chrm.160e, (αὐτὰ) περὶ ὧν διεσκέπτετο μὴ παραλιπεῖν Plu.2.119b, ἐπέχειν δὲ ἔτι καὶ διασκέπτεσθαι Luc.VH 2.18, cf. Vit.Auct.27, PLond.1912.71 (I d.C.), S.E.M.7.10, A.Andr.Gr.46.8.

Greek Monolingual

διασκέπτομαι)
1. μελετώ κάτι με προσοχή, εξετάζω διεξοδικά
2. συσκέπτομαι με άλλον ή άλλους για τη λήψη αποφάσεων.